-
1 ἀπό-μελι
-
2 ἀπόμελι
ἀπό-μελι, eine Art schlechten Mets, Honigwasser -
3 ἀρύω
ἀρύω, fut. ἀρύσω, schöpfen, Wasser herausschöpfen, Hes. Sc. 301; auch im med., Op. 548; att. Form, Ar. Nub. 273; med., ἐκ τοῦ κρατῆρος Plat. Critia 120 a; ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα ἀρύτονται Ion. 534 a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Xen. Cyr. 1, 2. 8; übtr., ψυχὴν ἀπὸ στηϑέων Ap. Rh. 3, 1015. Uebh., sich erwerben, μισϑόν, πλοῦτον, Sp., wie Plut. Bei Arat. Dios. 14, ὠκεανοῦ ἀρύονται, sie schöpfen sich heraus, tauchen auf aus dem Ocean.
-
4 στάζω
στάζω, fut. στάξω, 1) trans. träufeln, einflößen; Πατρόκλῳ νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, Il. 19, 39; οἷ νέκταρ στάξον ἐνὶ στήϑεσσι, 348. 354; τόνδε σπέρμα ϑνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν, Pind. N. 10, 82; κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα, Aesch. Ch. 1054; Soph. Phil. 772; ἃ καϑαμέριον στάζεις βότρυν, Eur. Phoen. 237; auch übertr., ἵμερον, χάριν, Jac. Philostr. imagg. p. 278; μέλι ὑπὸ χείλεσιν, M. Arg. 2 (V, 32); χρὼς στάζεν μυριάδας χαρίτων, Philodem. 18 (V, 13); vgl. Opp. Cyn. 3, 107; Ap. Rh. 1, 1215. – 2) intrans. tröpfeln, rinnen, fließen; Aesch. Ag. 172; στάζων ἱδρῶτι, Soph. Ai. 10, vgl. El. 1413; στάζων ἀφρῷ γένειον, Eur. I. T. 308, u. öfter; auch ἐν αἵματι στάζουσαν χέρα, Bacch. 1162; λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον, Plat. Tim. 82 d; auch τινός, z. B. Lycophr. 391; u. von trocknen Dingen, abfallen, z. B. von reifem Obste, καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις, Aesch. Suppl. 979; von Häusern, baufällig sein, Aen. Tact. 11.
-
5 ἌΛφιτον
ἌΛφιτον, τό, gew. im plur., Gerstengraupe, Gerstenmehl, u. daraus bereitetes Brot; Xen. Mem. 2, 7, 5 von ἄρτος unterschieden. Bei Hom. überall Gerstenmehl; Od. 20, 108 ἔνϑ' ἄρα οἱ μύλαι εἴατο, τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, 119 ἄλφιτα τευχούσῃ, Iliad. 11, 631 ἀλφίτου ἱεροῠ ἀκτήν vgl. mit 640 ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν, Apoll. lex. Hom. 23, 4 ἀλφίτου ἀκτήν περιφραστικῶς αὐτὸ τὸ ἄλφιτον, ἀπὸ τοῦ κατάγνυσϑαι τὴν κριϑήν, also gen. definitivus, 18, 560 λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον, Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77 ἐπὶ (ὁ) δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν (-ον, -εν), 14, 429 παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ, 10. 234 ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα, 2, 290 ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, 2, 354 f. 380 ἐν δέ οἱ (μοι) ἄλφιτα χεῦεν (χεῦον) ἐυρραφέεσσι δοροῖσιν· (εἴκοσι δ' ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς), vgl. mit 19, 197 ἄλφιτα δῶκα καὶ αἴϑοπα οἶνον; – Her. 7, 119 u. Folgende; eine der gewöhnlichsten Speisen; daher allgemein = Lebensunterhalt, Brot, τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυϑμοὶ πρὸς τἄλφιτα, zum Broterwerb, Ar. Nub. 638; 107 πατρῷα ἄλφιτα väterliches Vermögen; ἱκανὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης ἔχω Luc. Tim. 37; ἐς τὰ ἄλφιτα πονεῖν, für das Brot arbeiten, Gall. 1. – Orph. Lith. 212 ἄλφιτα λεπτὰ λίϑοιο, Steinmehl.
См. также в других словарях:
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek
μελίκρατος — μελίκρατος, ιων.τ. μελίκρητος, ον (ΑM) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι 2. μτφ. (για πρόσωπα) γλυκός, γλυκομίλητος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίκρατον ποτό που ήταν μίγμα από μέλι και νερό, υδρόμελι αρχ. το ουδ. ως ουσ. υδαρής ύλη που ήταν… … Dictionary of Greek
μελένιος — α, ο [μέλι] 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής 3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
λίβος — (I) λίβος, τὸ (Α) 1. σταλαγμός, σταλαγματιά 2. είδος κολλυρίου 3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα τα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό τού τόνου]. (II) λίβος, τὸ (Α) είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.… … Dictionary of Greek
υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… … Dictionary of Greek
Τροφώνιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης, του Δία και της Ιοκάστης ή του Εργίνη, βασιλιά του Ορχομενού των Μινυών. Τον συγχέουν επίσης με τον Χθόνιο Ερμή, και γι’ αυτό τον έλεγαν γιο του Βάκχου και της Περσεφόνης. Παιδιά του Τ.… … Dictionary of Greek
μελίζωμον — μελίζωμον, τὸ (Α) ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ ζωμον)] … Dictionary of Greek