-
1 ἀπό-θριξ
ἀπό-θριξ, τριχος, = ἄϑριξ, Callim. frg. 341; ἀπότριχες οἱ ἄνηβοι Poll. 2, 22.
-
2 θρίξ
θρίξ, τριχός, dat. plur. ϑριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς ϑριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνϑρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασϑαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλϑεῖν, = ζωῆς τέρμαϑ' ἱκέσϑαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); ϑρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.
-
3 ἀπό-μισθος
ἀπό-μισθος, außer Sold, von Soldaten ἀπόμισϑον ποιεῖν, außer Sold setzen, verabschieden, Xen. Hell. 6, 2, 9; λευκὴ ϑρὶξ ἀπόμισϑον ἐντεῠϑεν ποιεῖ p. bei Plut. an seni. 10; ἀπόμ. γίγνομαι παρά τινος, ich werde von Einem verabschiedet, Dem. 4, 46; vgl. Harpocr.
См. также в других словарях:
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται … Dictionary of Greek
κυματόθριξ — και κυμόθριξ, άτριχος, ο 1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια 2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + θριξ… … Dictionary of Greek
λειψόθριξ — λειψόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του 2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… … Dictionary of Greek
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
τριχομονάδωση — η, Ν 1. ιατρ. σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από το μαστιγοφόρο πρωτόζωο Trichomonas vaginalis και που ήταν γνωστό παλαιότερα και με τις ονομασίες τριχομοναδίαση ή τριχομονίαση 2. (κτην.) γενική ονομασία παρασιτικών νόσων που… … Dictionary of Greek
τριχόπτερα — Τάξη εντόμων, που ανήκει στα νευρόπτερα. Τα έντομα αυτά έχουν μικρό ή μέτριο μέγεθος και 4 μεμβρανώδη φτερά, που σκεπάζονται από τρίχωμα και λεπτά λέπια. Οι προνύμφες τους είναι υδρόβιες. Κυριότερη οικογένεια της τάξης αυτής είναι οι φρυγανίδες.… … Dictionary of Greek
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek