-
1 απόρρυτος
-
2 ἀπόρρυτος
-
3 ἀπόρρυτος
ἀπόρρῠτος, ον,II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti. 43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete. 353b32; having an outflow, π ηγή Porph.Sent.44.III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρρυτος
-
4 απορρύτως
-
5 ἀπορρύτως
-
6 απόρρυτον
-
7 ἀπόρρυτον
-
8 απορρύτοιο
-
9 ἀπορρύτοιο
-
10 απορρύτου
-
11 ἀπορρύτου
-
12 απορρύτω
-
13 ἀπορρύτῳ
-
14 απόρρυτα
-
15 ἀπόρρυτα
-
16 απόρρυτοι
-
17 ἀπόρρυτοι
-
18 ἐπίρρυτος
A running,ὕδατα Thphr.CP3.8.3
, HP5.9.5; of food, infused into the body, τροφῆς νάματα ἐ. Pl.Ti. 80d; of sight, infused from the sun, Id.R. 508b;ψυχαί Ti.Locr.99e
; ἡδοναὶ δι'αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max.
Tyr.31.7; ἐ. δύναμις, opp. σύμφυτος, Gal.1.319.2. overflowed, moist,πεδίον X.An.1.2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίρρυτος
См. также в других словарях:
απόρρυτος — ἀπόρρυτος, ον (Α) [απορρέω] 1. αυτός που απορρέει 2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή 3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος … Dictionary of Greek
ἀπόρρυτος — running masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτως — ἀπόρρυτος running adverbial ἀπόρρυτος running masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτον — ἀπόρρυτος running masc/fem acc sg ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτοιο — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτου — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτῳ — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτα — ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτοι — ἀπόρρυτος running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… … Dictionary of Greek