Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπόρροια

См. также в других словарях:

  • ἀπορροίᾳ — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροια — effluvia fem nom/voc sg ἀπορρόη fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρροια — η (AM ἀπόρροια) [απορρέω] νεοελλ. επακολούθημα, συνέπεια αρχ. μσν. (για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση …   Dictionary of Greek

  • ἀπορροίας — ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem gen sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροίαι — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροιῶν — ἀπόρροια effluvia fem gen pl ἀπορρόη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροίαις — ἀπόρροια effluvia fem dat pl ἀπορρόη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροιαι — ἀπόρροια effluvia fem nom/voc pl ἀπορρόη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροιαν — ἀπόρροια effluvia fem acc sg ἀπορρόη fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»