-
1 απορροία
ἀπορροίᾱͅ, ἀπόρροιαeffluvia: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱͅ, ἀπορρόηfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀπορροίᾳ
ἀπορροίᾱͅ, ἀπόρροιαeffluvia: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱͅ, ἀπορρόηfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 απόρροια
-
4 ἀπόρροια
-
5 απορροια
-
6 ἀπόρροια
ἀπόρροια, ας, ἡ (ἀπορρέω; since Xen., Hell. 5, 2, 5, also Wsd 7:25; Philo, Ath.) lit. ‘a flowing off, a stream’; esp. emanation αὐτὴ ἡ ἀ. τῆς ἐννοίας she, the emanation itself of the (divine) mind Ox 1081 30f (SJCh 90, 7f)=Otero I no. 3 p. 83 (cp. Herm. Fgm. 23, 3 al. and Rtzst., Poim., p. 16, n. 4).—DELG s.v. ῥέω C. -
7 απόρροια
η1) см. απορροή; 2) следствие, последствие, результат -
8 απόρροια
ηFolge f -
9 ἀπόρροια
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 7,25effluence, emanationCf. LARCHER 1983, 498-500 -
10 απόρροια
[алорриа] ουσ θ следствие, последствие. -
11 ἀπόρροια
2 = foreg. 1.4, Arist.Sens. 438a4, al., Epicur.Ep.1p.9U., Porph.Abst.2.46, etc.; ; Medic., effluvia, Gal.15.625(pl.), etc.3 Astrol., separation, opp. συναφή, Serapioin Cat. Cod.Astr.1.100: but, influence of planets, Gem.2.14.II = foreg. 11, Plot.2.3.11. (Less correct than ἀπορροή, Phryn.PSp.50 B.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρροια
-
12 ἀπόῤῥοια
ἀποῤ-ῥοή, ἀπόῤ-ῥοια, Abfluß, Ausfluß -
13 απορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἀπορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 απορροίαι
ἀπορροίᾱͅ, ἀπόρροιαeffluvia: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱͅ, ἀπορρόηfem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ἀπορροίαι
ἀπορροίᾱͅ, ἀπόρροιαeffluvia: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱͅ, ἀπορρόηfem dat sg (attic doric aeolic) -
17 απορροιών
-
18 ἀπορροιῶν
-
19 απορροίαις
-
20 ἀπορροίαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπορροίᾳ — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροια — effluvia fem nom/voc sg ἀπορρόη fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρροια — η (AM ἀπόρροια) [απορρέω] νεοελλ. επακολούθημα, συνέπεια αρχ. μσν. (για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση … Dictionary of Greek
ἀπορροίας — ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem gen sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροίαι — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροιῶν — ἀπόρροια effluvia fem gen pl ἀπορρόη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροίαις — ἀπόρροια effluvia fem dat pl ἀπορρόη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροιαι — ἀπόρροια effluvia fem nom/voc pl ἀπορρόη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροιαν — ἀπόρροια effluvia fem acc sg ἀπορρόη fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek