-
1 эманация
I.(излучение, истечение) η ακτινοβολία, η διάχυση, η αναθυμίαση.II.(хим) η εκπήγαση, η εκπόρευση, η απόρροια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эманация
-
2 be a tribute to
(to be the (praiseworthy) result of: The success of the scheme is a tribute to his hard work.) είμαι θετική απόρροια -
3 следствие
-я ουδ.αποτέλεσμα, επακόλουθο, απόρροια• εξαγόμενο• πόρισμα.-я ουδ.ανάκριση•предварительное следствие η προανάκριση•
быть под -ем είμαι υπο ανάκριση (ανακρινόμενος).
-
4 эманация
-и θ.1. απόρροια.2. αναθυμίαση, διάχυση.3. βλ. радон. -
5 netice
αποτέλεσμα, συνέπεια, απόρροια -
6 sonuç
αποτέλεσμα, καρπός, επίπτωση, απόρροια -
7 tahassul
αποτέλεσμα, απόρροια
См. также в других словарях:
ἀπορροίᾳ — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροια — effluvia fem nom/voc sg ἀπορρόη fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρροια — η (AM ἀπόρροια) [απορρέω] νεοελλ. επακολούθημα, συνέπεια αρχ. μσν. (για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση … Dictionary of Greek
ἀπορροίας — ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem gen sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροίαι — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροιῶν — ἀπόρροια effluvia fem gen pl ἀπορρόη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροίαις — ἀπόρροια effluvia fem dat pl ἀπορρόη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροιαι — ἀπόρροια effluvia fem nom/voc pl ἀπορρόη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρροιαν — ἀπόρροια effluvia fem acc sg ἀπορρόη fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek