-
1 απορροή
-
2 ἀπορροῇ
-
3 απορροή
-
4 ἀπορροή
-
5 απορροη
ἥ1) поток, струя(αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.)
2) истечение, выделение(τοῦ κάλλους Plat.; ἥ ὀσμέ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.)
-
6 ἀπορροή
A flowing off, stream,αἵματος ἀπορροαί E.Hel. 1587
; outflow, Sabin. ap. Orib.9.15.6; surface from which water flows off, D.S.2.8.3 exhalation, Plu.Sol.23.II falling away, loss,τὰ ἐκεῖ ταχθέντα κατὰ φύσιν μένοντα οὐδεμίαν πάσχει ἀ. Plot.2.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορροή
-
7 απορροή
η1) вытекание; 2) физиол, эманация, истечение -
8 ἀποῤῥοή
ἀποῤ-ῥοή, ἀπόῤ-ῥοια, Abfluß, Ausfluß -
9 απορροια
-
10 απορρυσις
-
11 απορροήι
-
12 ἀπορροῆι
-
13 απορροών
-
14 ἀπορροῶν
-
15 απορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἀπορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἀπόῤ-ῥυσις
ἀπόῤ-ῥυσις, ἡ, = ἀποῤῥοή, Sp., z. B. Schol. Ap. Rh. 2, 974.
-
18 ατμιδωδης
-
19 απόρροια
η1) см. απορροή; 2) следствие, последствие, результат -
20 απορροάς
См. также в других словарях:
ἀπορροῇ — ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροή — flowing off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
απορροή — η το να προέρχεται κάτι ή κάποιος από κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορροῆι — ἀπορροῇ , ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῶν — ἀπορρόη fem gen pl ἀπορροή flowing off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαί — ἀπορροή flowing off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροᾶς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῆς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροήν — ἀπορροή flowing off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)