-
1 ἀπρέπεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρέπεια
-
2 απρεπίης
-
3 ἀπρεπίης
См. также в других словарях:
ἀπρεπίης — ἀπρεπίη unseemliness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)