-
1 απραξία
ἀπραξίᾱ, ἀπραξίαnon-action: fem nom /voc /acc dualἀπραξίᾱ, ἀπραξίαnon-action: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀπραξίαι, ἀπραξίαnon-action: fem nom /voc plἀπραξίᾱͅ, ἀπραξίαnon-action: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀπραξία
ἀπραξία, ἡ,A non-action, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E.Or. 426;οὐδεμίαν.. πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph. 262c
.2 rest from business, leisure, Men.633: in pl., = Lat. justitium, Plu.Sull.8.II want of success,κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188
.2 in pl., futilities, Phld.Rh.1.38S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπραξία
-
3 απραξια
ἥ1) бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.2) незанятость, отдых, досуг Men., Plut.3) pl. неприсутственные дни, т.е. свободные от судебных заседаний Plut.4) неуспех, неудача Aeschin. -
4 ἀπραξία
Βλ. λ. απραξία -
5 ἀπραξίᾳ
Βλ. λ. απραξία -
6 απραξία
η1) бездействие; 2) безделье;З) застой (в торговле и т. п.)] εποχή απραξίας — мёртвый сезон;
4) мед. апраксия -
7 απραξία
[апраксиа] ουσ. Θ. бездействие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απραξία
-
8 απραξία
[апраксиа] ουσ θ бездействие. -
9 ἀπραξία
ἀ-πραξία, Untätigkeit; Tatlosigkeit; Müßiggang -
10 απραξία
1) deadlock2) inactionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απραξία
-
11 eylemsizlik
απραξία -
12 deadlock
απραξία -
13 inaction
απραξία -
14 απραξίας
ἀπραξίᾱς, ἀπραξίαnon-action: fem acc plἀπραξίᾱς, ἀπραξίαnon-action: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἀπραξίας
ἀπραξίᾱς, ἀπραξίαnon-action: fem acc plἀπραξίᾱς, ἀπραξίαnon-action: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 απραξίαι
ἀπραξίαnon-action: fem nom /voc plἀπραξίᾱͅ, ἀπραξίαnon-action: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 ἀπραξίαι
ἀπραξίαnon-action: fem nom /voc plἀπραξίᾱͅ, ἀπραξίαnon-action: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 застаиваться
βρίσκομαι σε απραξία, τελώ εν απραξία, (о воде) λιμνάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застаиваться
-
19 застой
застой м η στάση, η στασιμότητα" η ακινησία, η απραξία (в развитии)* * *мη στάση, η στασιμότητα; η ακινησία, η απραξία ( в развитии) -
20 απραξίαν
См. также в других словарях:
ἀπραξία — ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc/acc dual ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίᾳ — ἀπραξίαι , ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
απραξία — η αργία, αδράνεια, έλλειψη εμπορικής κίνησης: Μεγάλη απραξία στην αγορά τις μέρες αυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπραξίας — ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem acc pl ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαι — ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαν — ἀπραξίᾱν , ἀπραξία non action fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξιῶν — ἀπραξία non action fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαις — ἀπραξία non action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek