Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-πραξία

См. также в других словарях:

  • Πραξίας — Πραξίᾱς , Πραξίης masc acc pl Πραξίᾱς , Πραξίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Πραξίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πραξίαν — Πραξίᾱν , Πραξίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστοπραξία — εὐχαριστοπραξία, ἡ (Μ) η τέλεση τής θείας ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστοπραξία (αντί τού ορθτ. *ευχαριστιοπραξία) < ευχαριστία + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, δικαιο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ιερουργοπραξία — ιερουργοπραξία, η (Μ) ιερουργία, τέλεση θείας λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερουργός + πραξία (< πράξις), πρβλ. ευ πραξία, πρωτο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • ισοπραξία — ἰσοπραξία, ἡ (Μ) ίση, όμοια θέση ή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο πραξία, ευ πραξία] …   Dictionary of Greek

  • καινοπραξία — καινοπραξία, ἡ (Μ) καινοπραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιο πραξία, κοινο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

  • ληστοπραξία — η κάθε πράξη που, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ληστεία, ληστρική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, κακο πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»