-
1 πρωτο-πραξία
πρωτο-πραξία, ἡ, das erste Mahnen, Eintreiben des Geldes, VLL.; bes. das Vorrecht eines Gläubigers bei Einklagung von Schulden, jus primae exactionis, Plin. ep. 10, 109.
-
2 συμ-πραξία
συμ-πραξία, ἡ, = Folgdm, Schol. Pind. N. 10, 6.
-
3 νυκτι-πραξία
νυκτι-πραξία, ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10, 215.
-
4 καινο-πρᾱξία
καινο-πρᾱξία, ἡ, dasselbe, Eust.
-
5 δυς-πραξία
δυς-πραξία, ἡ, = δυςπραγία; Aesch. Prom. 968 Eum. 739; Soph. O. C. 1401; Eur. I. T. 514; in Prosa, Andoc. 2, 5; Arist. Eth. 1, 11.
-
6 δικαιο-πρᾱξία
δικαιο-πρᾱξία, ἡ, dasselbe, Iust. Mart.
-
7 ἀ-πραξία
-
8 ἐλευθερο-πρᾱξία
ἐλευθερο-πρᾱξία, ἡ, Freiheit im Handeln, Or. Sib.
-
9 ἰσο-πραξία
ἰσο-πραξία, ἡ, gleiches Befinden, Eust.
-
10 Πραξίας
Πραξίᾱς, Πραξίηςmasc acc plΠραξίᾱς, Πραξίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)Πραξίςfem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
11 Πραξίαν
Πραξίᾱν, Πραξίηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic) -
12 εὔ-πρηκτος
εὔ-πρηκτος, - πρηξίη, ionisch = εὔπρακτος, -πραξία.
-
13 απραξια
ἥ1) бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.2) незанятость, отдых, досуг Men., Plut.3) pl. неприсутственные дни, т.е. свободные от судебных заседаний Plut.4) неуспех, неудача Aeschin. -
14 δυσπραξια
ἥ тж. pl. неудача, неуспех, превратность, несчастье Trag., Isocr., Arst., Plut. -
15 δυσπραξία
δυσ-πραξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπραξία
-
16 εὐπραξία
A = εὐπραγία, Hdt.7.49,8.54, A.Th. 224, S.OC 1554, etc.: pl., E. Ion 566; also in codd. of Th.1.33, 3.39 (-πραγία Phot.
): both forms in Arist., -, -.2 epith. of Artemis at Tyndaris, IG14.375.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπραξία
-
17 πρωτοπραξία
πρωτο-πραξία, ἡ,A right of first payment, belonging to preferential creditors, OGI 669.19,26 (Egypt, i A.D.), BGU970.11 (ii A.D.), Plin.Ep.Traj.108; = privilegium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοπραξία
-
18 ἀνεκπραξία
ἀνεκ-πραξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκπραξία
-
19 ἰσοπραξία
ἰσο-πραξία, ἡ,A a faring equally, like condition, Eust.662.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπραξία
-
20 ἀπραξία
ἀ-πραξία, Untätigkeit; Tatlosigkeit; Müßiggang
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πραξίας — Πραξίᾱς , Πραξίης masc acc pl Πραξίᾱς , Πραξίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Πραξίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πραξίαν — Πραξίᾱν , Πραξίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek
ευχαριστοπραξία — εὐχαριστοπραξία, ἡ (Μ) η τέλεση τής θείας ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστοπραξία (αντί τού ορθτ. *ευχαριστιοπραξία) < ευχαριστία + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, δικαιο πραξία] … Dictionary of Greek
εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… … Dictionary of Greek
ιερουργοπραξία — ιερουργοπραξία, η (Μ) ιερουργία, τέλεση θείας λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερουργός + πραξία (< πράξις), πρβλ. ευ πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
ισοπραξία — ἰσοπραξία, ἡ (Μ) ίση, όμοια θέση ή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο πραξία, ευ πραξία] … Dictionary of Greek
καινοπραξία — καινοπραξία, ἡ (Μ) καινοπραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιο πραξία, κοινο πραξία] … Dictionary of Greek
κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
ληστοπραξία — η κάθε πράξη που, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ληστεία, ληστρική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, κακο πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… … Dictionary of Greek