-
1 απραγμονως
1) без затруднений, без хлопот Thuc., Xen., Plut.2) беззаботно, беспечно Arst., Plut.3) спокойно, мирно Xen. -
2 αυτοθεν
Theocr. тж. αὐτόθε adv.1) оттуда (отсюда) же, прямо с (э)того же самого места(αὐ. ἐξ ἕδρης Hom.; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐ. Thuc.)
2) там (здесь) жеοἱ αὐ. Thuc. — местные жители;
ἤλπιζον αὐ. βιοτεύσειν Thuc. — они надеялись найти средства пропитания тут же на месте3) в первоначальном видеχρυσὸς αὐ. καθαρός Polyb. — самородное золото;
αὐ. ἀπραγμόνως χρῆσθαί τινι Plut. — употреблять что-л. (в пищу) без дополнительной обработки, в сыром виде4) тотчас же(αὐ. ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντα ἐπεκαλεῦντο Her.)
αὐ. ἐπιτίθεσθαί τινι Xen. — немедленно же приступать к чему-л.5) поэтому, в таком случае(αὐ. διανοήθητε Thuc.)
6) поспешно, наспех, впопыхах(αὐ. καὴ χωρὴς λόγου Polyb.)
7) прямо, напрямик(ἀλλά μοι λέγετε αὐ. Plat.)
8) само собойφαινόμενος αὐ. Plut. — самоочевидный
См. также в других словарях:
ἀπραγμόνως — ἀπρᾱγμόνως , ἀπράγμων free from business adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απράγμων — κ. γμονας (Α ἀπράγμων, ον) [πράττω] αυτός που δεν έχει καμία ασχολία, αδρανής αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει νόμους και δικαστήρια 3. (για πράγματα) αυτός που δεν προξενεί ενόχληση… … Dictionary of Greek