Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-τηγανίζω

  • 1 ἀπο-τηγανίζω

    ἀπο-τηγανίζω, auf dem Rost braten, ὥσπερ μαινί. δας, τὸ λῄδιον Machon. bei Ath. XIII, 582 e; Geröstetes essen, ἀπὸ τοῦ τηγάνου ἐσϑίειν Phryn. com. bei Ath. VI, 229 a. Vgl. ἀποταγηνίζω.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-τηγανίζω

  • 2 ἀποτηγανίζω

    ἀπο-τηγανίζω, auf dem Rost braten; Geröstetes essen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποτηγανίζω

  • 3 απετηγανίζετο

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: imperf ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > απετηγανίζετο

  • 4 ἀπετηγανίζετο

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: imperf ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπετηγανίζετο

  • 5 απετηγάνισα

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > απετηγάνισα

  • 6 ἀπετηγάνισα

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > ἀπετηγάνισα

  • 7 απετηγάνισαν

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > απετηγάνισαν

  • 8 ἀπετηγάνισαν

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἀπετηγάνισαν

  • 9 απετηγάνισε

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > απετηγάνισε

  • 10 ἀπετηγάνισε

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπετηγάνισε

  • 11 απετηγάνισεν

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > απετηγάνισεν

  • 12 ἀπετηγάνισεν

    ἀπό-τηγανίζω
    fry in a: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπετηγάνισεν

  • 13 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 14 зарумянить

    ρ.σ.μ. κοκκινίζω•

    мороз -ил щеки η παγωνιά κοκκίνισε τα μάγουλα.

    || ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω (μέχρι, να κοκκινίσει.).
    1. κοκκινίζω•

    она -лась от стыда αυτή κοκκίνησε από ντροπή•

    вышня -лась η βυσσινιά κοκκίνησε.

    2. ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι μέχρι κοκκίνισμα•

    пирог -лся η πίτα κοκκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > зарумянить

См. также в других словарях:

  • ἀπετηγανίζετο — ἀπό τηγανίζω fry in a imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπετηγάνισα — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπετηγάνισαν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπετηγάνισε — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπετηγάνισεν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… …   Dictionary of Greek

  • φρικασέ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού από κρέας και διάφορα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fricassee «τηγανητό κρέας, καπαμάς» < ρ. fricasser «τηγανίζω κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα»] …   Dictionary of Greek

  • ξεροτηγανίζω — ξεροτηγάνισα, ξεροτηγανίστηκα, ξεροτηγανισμένος 1. τηγανίζω με λίγο λάδι ή βούτυρο: Σώθηκε το λάδι και τα ψάρια ξεροτηγανίστηκαν. 2. κάνω κάτι πολύ ξερό από το πολύ τηγάνισμα: Τις ξεροτηγάνισες τις πατάτες. 3. μτφ., ταλαιπωρώ, ενοχλώ υπερβολικά,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»