-
1 στερέω
στερέω / ἀπο|στερέω лишать; похищать, отнимать -
2 ἀποστερέω
στερέω / ἀπο|στερέω лишать; похищать, отнимать -
3 αποστερεω
(fut. pass. ἀποστερηθήσομαι и ἀποστερήσομαι)1) лишать, отнимать, похищать(τινά τινος Her., Aesch., Xen., τινά τι и τινός τι Xen.)
ἀ. τινα μέ ἂν ποιῆσαί τι Thuc. — лишить кого-л. возможности сделать что-л.2) освобождать, избавлять (от чего-л.), отгонять прочь(γάμον δάϊον Aesch.)
ἀ. τὰ συμβόλαια Isocr. — уклоняться от уплаты долгов3) недоставать, не хвататьτὸ σαφὲς μ΄ ἀποστερεῖ Eur. — у меня нет уверенности
4) лог. делать отрицательный вывод Arst.
См. также в других словарях:
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στερέωμα — το, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση 2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι 3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ… … Dictionary of Greek