-
1 σπαω
(fut. σπάσω с ᾰ, aor. ἔσπᾰσα - эп. σπάσα, pf. ἔσπακα; aor. med. (ἐ)σπασ(σ)άμην; adj. verb. σπαστός) тж. med.1) вытягивать, вытаскивать, извлекать, вынимать(ἔγχος ἔξω χροός Hom.)
ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον Aesch. — согласно вынутому каждым жребию;ἥ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασεν или οὐκ ἔσπασε ταύτῃ γε погов. Arph. — удочка ничего не вытянула, т.е. сорвалось!2) извлекать из ножен, обнажать(φάσγανα Hom.; ἔσπασμένοις τοῖς ξίφεσι Diod.)
ἐσπασμένοι τὰ ξίφη Xen. — обнажив свои мечи3) вырывать, выдергиватьσ. κόμην Soph. — рвать на себе волосы4) отрывать, увлекать(τινα ἀπὸ γονάτων τινός Eur.)
σ. πῶλον παρὰ ξυννόμων Plat. — уводить прочь жеребца от его табуна5) разрывать, растерзывать(τινὰ τοῖς ὄνυξιν Arst.; σπῶντες ἀλλήλους ὄρνιθες Soph.)
6) выпихнуть(τὸ σκέλος Plut.)
τὸν μηρὸν (acc. relat.) σπασθῆναι Her. — вывихнуть себе бедро7) тянуть, дергатьοἷον νεῦρα σ. τινα Plat. — дергать кого-л. словно веревочками, т.е. управлять кем-л. по своему произволу
8) втягивать, всасывать, вбирать, впивать, пить(τι Aesch., Eur.)
σ. τὸν μαστόν Arst. — сосать грудь9) вдыхать(τὸ πνεῦμα Plat.)
10) стягивать судорогойσπᾶσθαι καὴ πονεῖν Arst. — страдать мучительными судорогами;
ἐσπᾶτο πέδονδε Soph. — (Геракл) в судорогах повалился на землю11) оттягивать назад(ἵππον Xen.)
τὸν χαλινὸν ἐκ τῶν ὀδόντων σ. Plat. — крепко затягивать удила12) перен. выводить, производить, образовывать -
2 αποσπαω
1) отрывать, разлучать(τινα ἀπό τινος Her. и τινά τινος Plut.)
2) вырывать(τινα ἐκ χερῶν τινος Eur.)
3) отвлекать, уводить в сторону(τινά τινος и ἀπό τινος Plat.)
τέν μάχην μακρὰν ἀποσπάσασθαί τινος Plut. — оттянуть сражение на большое расстояние от чего-л.4) лишать(τινά τινος Soph., Plut., редко τινά τι Soph.)
5) срывать, взламывать(θύρας Her.)
6) оттаскивать, тащить(τινα κόμης Aesch.)
7) разрывать, разделять8) отделяться, уходить прочь(ἥ ὄρνις ἀπέσπα φεύγουσα Xen. - v. l. ἀπεσπᾶτο)
-
3 διασπαω
(fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)1) разрывать на части, растерзывать(τινα κρεουργηδόν Her.; med. χεροῖν χρόα Eur.; οὐχ ὅλος, ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.)
2) разбивать, разрушать(σταύρωμα Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.)
3) сокрушать, подрывать(νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.)
4) воен. прорывать, рассеивать(τὸ στράτευμα διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τέν τάξιν Plut.)
τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. — разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей5) отрывать, разделять, разлучать(τινα καί τινα ἀπ΄ ἀλλήλων Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν φίλων καὴ συνήθων Arst.)
-
4 εκσπαω
вырывать, выдергивать, вытаскивать(ἔγχος Hom. - тж. med.; med. βόλον Eur.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος Arph.; ἀπὸ ῥιζῶν ἐκσπῶνται τὰ δένδρα Arst.; τὰς ἐκφύσεις Polyb.)
-
5 κατασπαω
1) стаскивать(τινα τῶν τριχῶν Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.)
2) стаскивать (спускать) на воду(τὰς νῆας Her.; πολλὰς τῶν τριήρων Plut.)
3) (тж. κ. κάτω Arst.) тянуть книзу, оттягивать(μολυβδὴς ὥστε δίκτυον Plut.)
τὰ κατασπώμενα καὴ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. — опущенные и поднятые члены тела (у статуй);τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. — знамена (в знак поражения) опустились;ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. — нахмуренные брови;κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον Luc. — чувствовать непреодолимое желание спать4) проглатывать(τὰς χόλικας Arph.)
5) опрокидывать, расстраивать, разбивать(τὰς τάξεις Polyb.)
6) pass. чувствовать влечение(ἐπὴ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.)
-
6 περισπαω
1) стаскивать, совлекать(ἑαυτοῦ τὸ χλαμύδιον Diod.)
περισπᾶσθαι τέν τιάραν Xen. — сорвать с себя тиару2) вытаскивать(ξίφος Eur.)
3) отвлекать в другую сторону, оттягивать(τοὺς Ῥωμαίους Polyb.; ἀπὸ τῆς πατρίδος τοὺς βαρβάρους Diod.; τέν δύναμιν εἴς τινα Plut.)
4) увлекать, развлекать, занимать(ὑφ΄ ἡδονῆς περισπᾶσθαι Plut.)
περισπᾶσθαι περὴ πολλέν διακονίαν NT. — хлопотать о большом угощении5) воен. совершать захождение, отводить войска Polyb.6) поворачивать7) произносить протяжно(τέν δευτέραν συλλαβήν Plut.)
8) грам. снабжать облеченным ударением Sext.
См. также в других словарях:
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek