Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-σημαίνω

  • 1 ἀπο-σημαίνω

    ἀπο-σημαίνω, anzeigen, durch Zeichen andeuten, Her. 5, 20; εἴς τινα, auf Einen hindeuten, Thuc. 4, 27; διδασκάλου ἀποσημήναντος Plat. Euthyd. 276 b. – Med., aus einem Zeichen abnehmen, Her. 9, 71; errathen, Ael. H. A. 6, 58; versiegeln, ἐπιστολήν Hdn. 4, 12, 10; confisciren, χρήματα Xen. Hell. 2, 3, 21. 4, 10; τὰς τῶν πονηρῶν οἰκίας Ar. bei Hdn. Piers. Moer. p. 462.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-σημαίνω

  • 2 προ-απο-σημαίνω

    προ-απο-σημαίνω, vorher anzeigen, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προ-απο-σημαίνω

  • 3 ἐν-απο-σημαίνω

    ἐν-απο-σημαίνω, darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐν-απο-σημαίνω

  • 4 ἀποσημαίνω

    ἀπο-σημαίνω, anzeigen, durch Zeichen andeuten; erraten; versiegeln; konfiszieren

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποσημαίνω

  • 5 αποσημαινω

        1) оповещать знаками, сигнализировать
        

    (περί τινος Her. и τι Plut.)

        2) указывать, намекать
        

    (εἴς τινα Thuc.)

        διδασκάλου ἀποσημήναντος Plat.по знаку учителя

        3) проявляться, обнаруживаться
        4) знаменовать, предвещать
        

    (τὸ μέλλον Plut.)

        5) med. (умо)заключать
        

    (τινι Her.)

        6) med. опечатывать, т.е. отбирать в казну
        

    (τὰ χρήματά τινος Arph., Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποσημαινω

  • 6 ἐναποσημαίνω

    ἐν-απο-σημαίνω, darin andeuten; darin wie ein Siegel abdrücken

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐναποσημαίνω

  • 7 προαποσημαίνω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προαποσημαίνω

  • 8 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 9 заря

    -и, πλθ. зори, зорь, зарям κ. зорям, θ.
    1. αυγή, χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα•

    вечерняя заря λυκόφως•

    утренняя заря λυκαυγές•

    румяная заря ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή•

    загорелась заря ρόδισε η αυγή.

    || (για χρόνο)•

    в -е ή с -ею την αυγή, με το φέξιμο•

    заря занимается ξημερώνει, φέγγει.

    2. μτφ. αρχή, απαρχή•

    заря счастья αυγή της ευτυχίας•

    на -е новой жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι) της καινούριας ζωής.

    3. (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα εγερτηρίου ή σιωπητηρίου•

    бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήρια ή σιωπητήριο.

    εκφρ.
    от -и до -и – α) από την αυγή ως το βράδυ (ολημερίς), β) από το βραδύ ως το πρωί (ολονυχτίς).

    Большой русско-греческий словарь > заря

  • 10 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

  • 11 отбой

    отб||о́й
    м
    1. воен. τό σύνθημα ὑποχώρησης, τό ἀνακλητικό / τό σιωπητήριο (в конце дня):
    бить \отбой σημαίνω, σαλπίζω τό ἀνακλητικό, σαλπίζω παύση·
    2. (телефонный):
    давать \отбой διακόπτω τήν σύνδεση· ◊ от него́ нет \отбойою разг δέν βρίσκω ἡσυχία ἀπ' αὐτόν у нас нет \отбойо́ю от предложений πλημμυρίσαμε ἀπό προτάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > отбой

  • 12 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 13 пропеть

    ρ.σ.μ.
    1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•

    петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.

    || κελαηδώ•

    всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.

    || σαλπίζω, σημαίνω
    кавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•

    пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•

    оси ο το κεφάλι.

    2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.
    3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > пропеть

  • 14 σημασία

    II indication,

    αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστίν Arist.Pr. 919b36

    ; designation, Str.8.6.5.
    2 meaning, signification, πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος, title of work by Chrysippus, Stoic.2.5, cf. Phld.Sign.34: freq. in Gramm., A.D.Pron.14.3, al., Ael.Tact.24.4, Iamb.Protr.4, etc.
    3 notation in Music, Gaud. Harm.20.
    III the decisive appearance of a disease, Aret.SA1.5, al.
    IV mark,

    ἐν δέρματι χρωτός LXX Le.13.2

    ; of the Nile-flood,

    ἀνῆλθεν ἡ τοῦ Νείλου σ. κατὰ τὸ ἱερατικὸν σημεῖον Bull.Soc.Alex. 5.55

    (v/vi A.D.).
    V address of a correspondent, POxy.1678.28 (iii A.D.).
    VI βασιλικὴ ς. royal insignia or appearance, Sor. Fasc.8.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημασία

  • 15 σῆμα

    Grammatical information: n.
    Meaning: `sign, symbol, trait, omen, mark, character, feature, gravestone' (Il.).
    Other forms: Dor. σᾶμα.
    Compounds: Compp., e.g. σηματ-ουργός m. `mark maker' (A.); often as 2. member with regular transition in the o-stems, e.g. ἄ-σημος, Dor. ἄ-σᾱμος `without signs, unimpressed, unintelligible' (IA., Dor.), isolated ἀ-σήμων `id.' (S.), ἐπί-σημος, Dor. -ᾱ- `provided with a mark' (IA., Dor.), n. - ον `mark, weapon' (Ion. hell. a. late), also (Simon., A. a.o.; after σῆμα).
    Derivatives: 1. the adj. σημα-λέος `sending signs', surn. of Zeus (Paus.), - τόεις `full of gravestones' (AP). 2. the verbs a. σημαίνω, Dor. (Pamphyl.) σᾱμ-, often w. prefix, e.g. ἐπι-, ὑπο-, δια-, ἀπο-, `to give a sign, to denounce, to order' (Il.) with σημάν-τωρ, - τορος m. `commander, ruler, guide' (ep. Il.), des. of a military official (Hdt. 7, 81), `annunciator, announcing' (late poet.; on the meaning Aly Glotta 5, 58 ff.), - τήρ, - τήριον, - τρον, - τρίς, - τρια, - τικός, - σις, also σημασία f. `announcement etc.' (Arist., hell. a. late; Schwyzer 469); b. σηματίζομαι = σημαίνομαι (sch.). 3. Subst. a. dimin. σημάτιον n. (Eust.); b. σημ-εῖον, Ion. -ήϊον, Dor. σᾱμ- n. `sign, mark, standard, signal, signet' (IA., Dor.; as μνημ-εῖον: μνῆμ-α; s. on μιμνήσκω) with - ειώδης `noteworthy' (Arist., hell. a. late), - ειόομαι, - ειόω, also w. ἐπι- a. o., `to note, to notice; to provide with a seal' (Hp., Thphr., hell. a. late), from where - είωσις, - είωμα, - ειωτικός; c. σημ-εία (- έα, - αία) f. `standard, banner' (hell. a. late; after βασιλ-εία etc.; Schwyzer 469, 470 n. 6). 4. PN Σαμιχος m. (Boeot. inscr.) a.o.
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: The word seems an inherited word, but is without convincing etymology. After Brugmann (e.g. Grundr.1 II 348) identical with Skt. dhyā-man- n. `thought' (late lex.; to dhyā́-yati, -ti `think'); semantic. not really striking. E. Leumann (s. Schwyzer 322 n. 1) compares Sak. (North-Ar.) śśāma `sign'. -- From ἄσημον MPers. asēm `(uncoined) silver', NPers. sīm `(silver) thread'; cf. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.
    Page in Frisk: 2,695-696

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῆμα

См. также в других словарях:

  • σημαίνω — σημαίνω, σήμανα, σεσημασμένος βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: σημαίνω : η μτχ. σεσημασμένος χρησιμοποιείται με την ειδική έννοια → (για κακοποιό κτλ.) γνωστός στην αστυνομία, που έχει επισημανθεί από τις αστυνομικές αρχές. Στη γλωσσολογία και στη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • παραδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. αναγνωρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»