-
1 ἀπο-σεύω
ἀπο-σεύω (s. σεύω), fortjagen, poet. ἀποσσεύω, Nic. Th. 77; Agath. 53 (IX, 642). – Pass., weglaufen, enteilen; Hom. ἀπέσσυτο Iliad. 6, 390 ( δώματος). 15, 572 (αὖτις), ἀπεσσύμεϑα Od. 9, 236 ( ἐς μυχόν). 396, ἀπεσσύμενον Iliad. 4, 527; τινός Hes. Th. 859; sp. D., wie Opp. H. 2, 560; B. A. 422 ist ἀπέσσυα durch ἐξέλιπεν erkl.
-
2 σεύω
σεύω, nach dem Augment bei Hom. mit verdoppeltem σ, impf. ἔσσευον, aor. ἔσσευα (σεῠα Il. 20, 189, σεῦαν Od. 6, 89, σεύας Il. 15, 681), u. med. ἐσσευάμην; perf. pass., oft mit Präsensbdtg, ἔσσυμαι, ἐσσύμενος (Accent zu bemerken); plusqpf. ἐσσύμην, auch syncop. aor., 2. Pers. ἔσσυο, Il. 16, 585 Od. 9, 447, 3. Pers. ἔσσυτο, σύτο, part. σύμενος, aor. pass. ἐσσύϑην; vom praes. pass. findet sich auch die syncopirte Form σεῠται, Soph. Trach. 645; und σοῠμαι, σοῦται, Aesch. (s. unten); – scheuchen, treiben, in schnelle Bewegung setzen; – a) jagen, verfolgen, bes. das Wild auf der Jagd, bei Hom. immer im aor. med., κύνες κάπριον σεύωνται, κύνες ἐσσεύαντο αἶγα, ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ' ἠϊόνος πεδίονδε, Il. 11, 415. 549. 15, 272. 20, 148; εἴπερ ἂν αὐτὸν σεύωνται κύνες, 3, 26; – anhetzen. ὅτε πού τις ϑηρητὴρ κύνας σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ, Il. 11, 293. – b) verscheuchen, verjagen, σεῠεν κύνας, Od. 14, 33, auch schnell wegführen, Αἰνείαν ἔσσευεν ἀπ ὸ χϑονὸς ὑψόσ' ἀείρας, Il. 20, 325. – c) auch von unbelebten Dingen, werfen, schleudern, Il. 11, 147. 14, 413; αἷμα ἔσσευα, ich trieb das Blut hervor, machte, daß es mit Gewalt hervorsprudelte, 5, 208; pass., αἷμα σύτο, das Blut sprudelte mit Gewalt hervor. 21. 167. – Med. u. perf. pass. in heftiger Bewegung sein, sich schnell bewegen, laufen, anstürmen; ἐπὶ τεύχεα δ' ἐσσεύοντο, Il. 2, 808. 11, 167. 419; ποσσὶν ἔσσυμαι, 13, 79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ, 6, 505; ὃς ἐσσύμενον κατερύκει, Od. 15, 73; öfter c. inf., ὅτε σεύαιτο διώκειν, wenn er zu verfolgen eilte, Il. 17, 463; auch von leblosen Dingen, ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι, damit das Holz zu verbrennen eile, d. i. schnell verbrenne, 23, 198; ἔσσυται Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι, Pind. I. 7, 61; ἐσσύμενοι εἴσω κατέσταν, P. 4, 135; παρ' ᾿Αλφεῷ σύτο, Ol. 1, 20; κατὰ γῆς σύμεναι, Aesch. Eum. 961; σύϑην δ' ἀπέδιλος ὸχῳ πτερωτῷ, Prom. 135; Spt. 424; π οῠ κυρεῖ ἐκτόπιος συϑείς; Soph. O. C. 119; πάλιν, φίλα, συϑῶμεν, 1721, laß uns zurückeilen; ὅτε σύτο πατρίδος ἄπο, Eur. Hel. 1145; φροῠδος ἐκ ναοῠ συϑείς, I. T. 1294; einzeln bei sp. D., wie σεύατ' ἴμεν λαιψηρὰ δι' ὕδατα Ap. Rh. 4, 849. – Uebtr., vom bewegten Gemüth, sich heftig auf Etwas zu bewegen, heftig streben, trachten wonach, theils absolut, ϑυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη, Od. 10, 484, theils c. gen., bes. im part. perf., ἐσσύμενος ὁδοῖο, πολέμου, 4, 733 Il. 24, 404, u. c. inf., μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι, Od. 4, 416 Il. 11, 717; dah. ἐσσύμενος übh. eilig, hastig, begierig.
-
3 ἀποσεύω
ἀπο-σεύω, fortjagen; pass., weglaufen, enteilen
См. также в других словарях:
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
ἀπεσσεύοντο — ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεσσευόμενον — ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp masc acc sg ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp masc acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek
χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να … Dictionary of Greek
ετερόσσυτος — ἑτερόσσυτος, ον (Α) αυτός που εκτοξεύεται από άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + συτος (< σεύω «εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος] … Dictionary of Greek
κερατεσσείς — κερατεσσεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων καλοῡνται δὲ καὶ κεραελκεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ ος + ε , πιθ. κατά τα κερα ελκής + σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / ομαι (πρβλ. βο… … Dictionary of Greek
πυρίσσοος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που σώθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σσοος (< σόος, ιων. τ. τού σῶος), πρβλ. λαοσσόος, παλίν σοος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τών συνθ. σε σσόος (< σεύω)] … Dictionary of Greek
σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… … Dictionary of Greek