-
1 σευω
(impf. ἔσσευον - эп. σεῦον, aor. 1 ἔσσευα - эп. σεῦα; med.: praes. σεύομαι и σοῦμαι, aor. 2 ἐσ(σ)ύμην с ῠ - эп. 3 л. sing. σύτο, part. σύμενος; pass.: aor. ἐσ(σ)ύθην и σύθην, pf. со знач. praes. ἐσσῠμαι - part. ἐσσυμένος и ἐσσύμενος, ppf. ἐσσύμην) тж. med.1) гнать, преследовать(τινά Hom.)
2) прогонять, отгонять(λέοντα ἀπὸ μεσσαύλοιο Hom.; κακότητα ἀπὸ καρήνου HH.)
3) выгонять(ἐκ πεδίοιο ἵππους Hom.)
4) погонять или (от)пускать5) отбрасывать(σ. τινὰ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ΄ ἀείρας Hom.)
6) подгонять, подталкивать, побуждать(νόον πρὸς μόχθον Anth.)
7) натравливать(κύνας ἐπὴ συῒ καπρίῳ Hom.)
8) бросать, швырятьσ. τι κυλίνδεσθαι Hom. — покатить что-л.;
στρόμβον σ. Hom. — запускать кубарь;αἷμα σ. Hom. — пускать кровь струей9) med.-pass. (тж. ποσσὴν σ. Hom.) устремляться, бросаться, спешить(ἐπὴ τεύχεα Hom.)
σεύεσθαι διώκειν Hom. — бросаться в погоню;σεύεσθαι ἐπ΄ ὄρεα Hom. — мчаться по горам;αἷμα σύτο Hom. — хлынула кровь;ἀφ΄ ἑστίας συθείς Aesch. — покинувший домашний очаг;ἐκ πυρὸς συθεὴς σίδαρος Aesch. — закаленное на огне железо;πάλιν συθῶμεν Soph. — поспешим назад;ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι Hom. — чтобы дрова скорее горели;ἐσσύμενος ὁδοῖο Hom. — с нетерпением ждущий отъезда; -
2 αποσευω
поэт. ἀποσσεύω1) выталкивать, извергать(τι Anth.)
2) med. устремляться прочь, выбегать(ἀπέσσυτο δώματος Hom.; φλὸξ ἀπέσσυτο οὔρεος Hes.)
3) med. умирать(Μίνδαρος ἀπεσσούα или ἀπεσσύα дор. Xen.)
См. также в других словарях:
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
ἀπεσσεύοντο — ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεσσευόμενον — ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp masc acc sg ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp masc acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek
χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να … Dictionary of Greek
ετερόσσυτος — ἑτερόσσυτος, ον (Α) αυτός που εκτοξεύεται από άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + συτος (< σεύω «εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος] … Dictionary of Greek
κερατεσσείς — κερατεσσεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων καλοῡνται δὲ καὶ κεραελκεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ ος + ε , πιθ. κατά τα κερα ελκής + σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / ομαι (πρβλ. βο… … Dictionary of Greek
πυρίσσοος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που σώθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σσοος (< σόος, ιων. τ. τού σῶος), πρβλ. λαοσσόος, παλίν σοος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τών συνθ. σε σσόος (< σεύω)] … Dictionary of Greek
σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… … Dictionary of Greek