-
1 σύντονος
σύντονος, ον,A strained tight, ἔχειν τὸ ς. to be strained tight, X. Cyn.6.7; χορδὴν κατατείνας ς. Arist.GA 787b23.II intense,κεφαλῆς πόνος Hp.Coac. 156
;ἐπιθυμίαι τε καὶ ἔρωτες Pl.Lg. 734a
; σπουδή, ὄρεξις, Epicur.Sent.30, Fr. 483; ὀργαί, δείματα, Ti.Locr.102e, 104d;βήξ Aret.SA2.2
.2 of actions and the like , impetuous, eager, ;συντόνῳ.. αὐλῶν πνεύματι E.Ba. 126
(lyr.); σ. δραμήματα ib. 1091;τάχος -ώτερον Epicur.Ep.2p.46U.
; οἱ ἀπὸ κραιπάλης γέμοντες συντόνοις κινήσεσιν ἐλέγχονται jerking or violent movements, Sor.1.26, cf. Gal.6.153,413 ([comp] Comp.);τοῦ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῖ ποιεῖσθαι Diocl.Fr.141
;σ. πῦρ Arist.HA 560b2
; σ. πορεία forced march, Plb.5.47.4.3 of persons, earnest, eager, vehement, ἀνδρεῖος ὢν.. καὶ ς. Pl.Smp. 203d, cf. Arist.EN 1125a15; τὰ περὶ τὴν δίαιταν ἀκριβὴς καὶ ς. Plu.Cat.Mi.3.4 of Music, Μοῦσα ς. severe, opp. ἀνειμένη, Pratin.Lyr.5; τῶν Μουσῶν αἱ συντονώτεραι (sc. Heraclitus), opp. μαλακώτεραι, Pl.Sph. 242e; σ. ἁρμονίαι, opp. ἀνειμέναι καὶ μαλακαί, Arist.Pol. 1342b21, cf. a24, 1290a27: metaph., συντονωτέραν ποιεῖν τὴν πολιτείαν ib. 1304a21.IV Adv. - νως intensely, earnestly, βλέπειν, μένειν, Pl.Phdr. 253a, R. 539d; σ. ἰέναι eagerly, rapidly, Id.Ti. 88a; κτείνοντα συντόνως, of poisons, Diocl. Fr.145; τρέχειν, βαδίζειν, Arist.Pr. 882b1, MM 1188b22 ([comp] Comp.), al.;πορεύεσθαι Diocl.Fr.142
;ὁδοιπορεῖν Gal.16.496
;διογκούμενοι σ. οἱ μαστοί Sor.1.76
; σ. ζῆν strictly, Pl.R. 619b;ὀργίζεσθαι Phld.Ir. p.95
W.: also neut. pl. σύντονα intently, carefully, E.Hipp. 1361 (lyr.): [comp] Comp. , etc.; also- ωτέρως Thphr. Vent.58
: [comp] Sup.-ώτατα, τὸ θεῖον θεραπεύων Eun.VSp.502
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντονος
-
2 κεντέω
Grammatical information: v.Meaning: `sting' (Pi.).Other forms: aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp., κέντᾱσα Theoc. 19, 1), pass. κεντηθῆναι (Arist.) with κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),Derivatives: 1. κένσαι for *κέντ-σαι (Schwyzer 287) points to κεντ- (present or aorist?; s. below) of which the dental before dental gave κεσ-. Thus κεσ-τός (\< *κεντ-τός) `stitched' (ep.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέσ-τρον `pointed iron ' (Plin.) with κεστρωτός and κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέσ-τρος `kind of arrow etc.' (Plb., D. H., H.) with dimin. κεστρίον (Attica) and κέστρειον `stock of arrows (?)' (Delos IIIa); κέσ-τρα f. `sharp hammer, arrow' (S., Ph. Bel., Hero), also a fishname = σφύραινα (Ar.; after te form of the body, Strömberg Fischnamen 35); here κεστρεύς `mullet' (IA.; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 51) and κεστρῖνος, - ινίσκος `id.' (Com.). - 2. Through reshaping after κεντ-έω (not with ρο-suffix as Fraenkel KZ 42, 118 n. 1) rose κέντρον `sting', as geometrical term. techn. `resting bone of a compass, center of a cirkel' (Il.), with many compounds and derivv., e. g. κεντρ-ηνεκής `driven by the sting' (Il.; cf. with diff. function δουρ-, ποδ-ηνεκής); subst. κέντρων s. v.; adj. like κεντρικός, κεντρώδης, κεντρήεις; fish- and plant names as κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en - της 83, 111); denomin. verbs κεντρόω `with a sting, sting' (IA), κεντρίζω `sting' (X.); from κέντρον as backformation κέντωρ m. `goader, driver' (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). - 3. From κεντέω ( κεντῆ-σαι, - σω): κέντημα `the sting, the mosaic' (Arist., inscr. Smyrna [Rom. Emp.]), κεντητής `mosaic-worker' ( Edict. Diocl.), κεντητήριον `picker' (Luc.), κεντητικός `stingy' (Thphr.), κεντητός `stitched, with mosaic' (Epikt., pap.). - 4. With old ablaut κοντός m. "the stinger", `pole, crutch, staf to drive on cattle' (ι 487; LW [loanword] Lat. contus with percontor) with κοντά-κιον, - άριον, - ίλος, - ωτός a. o.; here κοντός `short' (Adam.) from κοντο-μάχος, - βόλος, - βολέω, where κοντός was taken as `short'; thus in κοντο-πορεία (Plb.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff.Origin: IE [Indo-European] [567] *ḱent- `sting'Etymology: To the sigmatic aorist κένσαι \< *κέντ-σαι was after unknown example a present κεντ-έω created (cf. Schwyzer 706), to which came κεντῆ-σαι, κεντή-σω etc. - Other languages have only isolated nominal formations: OHG hantag `pointed', deriv. from PGm. * handa- (formally = κοντός), Latv. sīts `hunting spear' (= Lith. *šiñtas \< IE. *ḱentos- n.?), and some Celtic words, e. g. Bret. kentr `spur', Welsh cethr `nail', but these are all prob. loans from Lat. centrum. - See W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.Page in Frisk: 1,820-821Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεντέω
См. также в других словарях:
πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Χάργκα — Όαση στη Λιβυκή έρημο, που ανήκει στην Αίγυπτο. Κατοικείται από περίπου 10.000 κατ., που ζουν από τη γεωργία. Στην όαση σώζονται κτίσματα του Δαρείου A’ και χριστιανικό νεκροταφείο. Στην όαση εξαφανίστηκε ο στρατός του Πέρση βασιλιά Καμβύση, γιου … Dictionary of Greek
εκτροπή — η 1. απομάκρυνση από θέση ή από πορεία, απόκλιση: Εκτροπή μαγνητικής βελόνας. 2. το σημείο όπου ένας δρόμος αλλάζει κατεύθυνση. 3. μτφ., απομάκρυνση από το κύριο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάθμευση — η, Ν [σταθμεύω] 1. προσωρινή στάση, διακοπή πορείας 2. προσωρινή παραμονή στρατιωτικής μονάδας σε ορισμένο χώρο μετά από πορεία ή μετά από μάχη 3. φρ. «μικτή στάθμευση» η περίπτωση κατά την οποία ένα μέρος τού στρατεύματος επισταθμεύει και ένα… … Dictionary of Greek
λαχάνιασμα — το, ατος το κοντανάσασμα έπειτα από πορεία ή τρέξιμο: Από το λαχάνιασμα δεν έβγαινε η φωνή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχανιάζω — λαχάνιασα, λαχανιασμένος, κοντανασαίνω ύστερα από πορεία ή τρέξιμο: Έφτασε ιδρωμένος και λαχανιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek