-
1 ἀπο-πέρδω
-
2 κατ-απο-πέρδω
κατ-απο-πέρδω (s. πέρδω), = καταπέρδω?
-
3 ἀντ-απο-πέρδω
ἀντ-απο-πέρδω, dagegen einen Wind lassen, Ar. Nubb. 293 ἀνταποπαρδεῖν.
-
4 ἀποπέρδω
ἀπο-πέρδω, losfurzen; läuft nach hinten in ein Pferd aus -
5 ἀνταποπέρδω