-
1 μάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `knead (dough), press a plastic material in a form, strike, wipe off, pull, represent' (τ 92).Other forms: Att. μάττω, - ομαι, aor. μάξαι, - σθαι, pass. μαγῆναι, μαχθῆναι, perf. midd. μέμαγμαι, act. μέμαχα (Ar.).Derivatives: Many derivv. 1. ἐκμαγεῖον ( μαγεῖον Longin.) `mass, in which prints are made, offprint, mould, towel, serviette' (IA.). 2. μαγίς, - ίδος f. `kneaded mass, cake, kneading trough, dresser' (Hp., Com, S.). 3. μάγμα n. `kneaded mass, thick salve, smear' (pap., Plin.), ἔκ-, ἀπό-μαγμα `offprint, duster, wiped off dirt' (Hp., S., Thphr.), μαγμον τὸ καθάρσιον H. 4. ἔκ-, ἀνά-μαξις `wiping off' (Arist.). -- 5. μαγεύς m. `kneeader, baker, who wipes off' (Poll., AP, H.), prob. directly from verb (after Boßhardt 81 from *μαγή). 6. μακτήρ ἡ κάρδοπος, ἡ πυελίς. καὶ διφθέρα. καὶ ὀρχήσεως σχῆμα H. (on the dance name Lawler AmJPh 71, 70ff.); ( ἀπο-, κατα-)μάκτης `kneader, who wipes off' ( Com. Adesp., H.), f., ἀπομάκτρια (Poll.). 7. μάκτρα f. `baking trough' (Com., X.), `trough, bathing tub, sarcophagus' (hell.; wr. μάκρα, Schwyzer 337); ( ἔκ-, ἀπό-)-μάκτρον `offprint, towel etc.' (E., Ar.). 8. μακτήριον = μάκτρα (Plu.). 9. μακτρισμός name of a dance (Ath.; after κορδακισμός; cf. on μακτήρ above) with - ίστρια name of a danceress (ebd.). -- 10. ἀπομαγδαλιά (Ar., Plu., Gal.), μαγδαλιά (Gal.; - έα Hippiatr.) `bread crumb for handwashing'; like ἁρμαλιά, φυταλιά etc. (Scheller Oxytonierung 90), but with unexplained δ (after *ἀπομάγδην?). -- 11. With auslaut. κ: μακαρία βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων H. -- On μᾶζα s. v.Etymology: For comparison we have words with final g, IE *maǵ-, esp. in Germanic and Baltoslavic, e.g. NHG machen, OS makōn `make, erect, build', if prop. `knead, form', OCS mažǫ, mazati `smear, salve'; further Celt., e.g. Bret. meza `knead'; uncertain Arm. macanim, macnum `stick fast, congeal'. On the other hand we find a final k with nasal, IE * menk-, in Lith. mìnkau, mánkau, - yti `knead a weak masse', OCS mǫka, Russ. muká `flour' and many other Baltoslavic words; from Germ. one might consider NHG mengen, OE mengan etc., if prop. `knead together'; from Skt. macate `crush etc.' (Dhātup.). Further there are a few longvowel words without nasal: Latv. màcu, màkt `press, plague' and Lat. māceria `wall)kneaded from loam'. -- Of the Greek word only the isolated μακαρία has a clear tenuis, as μάσσω (first from *μακ-ι̯ω) can be explained as a deviation. As however also μαγῆναι as well as the nominal γ-forms can be so explained (cf. Schwyzer 760), one can explain Greek if necessary with IE * menk. A suppletive system * menk (: μακαρία, μάσσω): maǵ-(: μαγῆναι) is conceivable -- WP. 2, 224, 226f., 268, Pok. 696f., 698, 730f., W.-Hofmann s. māceria, Fraenkel s. mìnkyti u. mė́šlas, Vasmer s. mázatь, muká, mjágkij; s. also Bq. - One retains some doubts however; note among other things the form - μαγδαλιά; further the supposed interchange * menk-: *meh₂ǵ- arouses suspicion.Page in Frisk: 2,180-181Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάσσω
-
2 μάσσω
A (anap.) ( ἀνα- Od. 19.92): [tense] aor.ἔμαξα Pherecr. 183.2
, Pl.R. 372b, Arist. Rh. 1416b31, Nic.Th. 952: [tense] pf.μέμᾰχα Ar.Eq.55
:—[voice] Med., [tense] fut. μάξομαι ( ἐμμ-) Call.Dian. 124: [tense] aor.ἐμαξάμην Hdt.1.200
; poet.μαξάμην AP 5.295
(Agath.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐμάχθην Aret.CD2.12
: [tense] aor. 2 ἐμάγην [ᾰ] (v. ἐκμ-): [tense] pf.μέμαγμαι Ar.Eq.57
, Th.4.16: freq. in compds. with ἀπό, ἐκ:—knead, press into a mould, esp. of barley-cakes which were subsequently moistened and eaten without baking (cf. μακτός), S. l. c., Ar. Pax14;μᾶζαν μεμαχότος Id.Eq.55
(also in [voice] Med., Hdt. l.c., Ar.Nu. 788); ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα.., ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ (viz. ἄλφιτα)μάξαντες Pl.
l.c.: metaph.,μάττειν ἐπινοίας Ar.Eq. 539
:—[voice] Med.,εὐλόγου<ς> αἰτίας ματτόμενον Pall.
in Hp. Fract.12.286 C.:—[voice] Pass.,μᾶζα μεμαγμένη Archil.2
; μᾶζαν ὑπ' ἐμοῦ μεμ. Ar.Eq.57, cf. 1167; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded (or pressed into cakes), Th. l. c., cf. Ar. Pax28; ὅστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμαγμένην ( μεμιγ- codd.) ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει prob. cj. in X.Cyr.6.2.28, cf. Agathocl.6. -
3 αποκαταμάξασα
ἀποκαταμάξᾱσα, ἀπό, κατά-μάσσωknead: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀποκαταμάξᾱσα, ἀπό-καταμάσσωwipe off: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 ἀποκαταμάξασα
ἀποκαταμάξᾱσα, ἀπό, κατά-μάσσωknead: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀποκαταμάξᾱσα, ἀπό-καταμάσσωwipe off: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
ματτύη — ματτύη, ἡ (Α) νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη τής μακεδονικής διαλέκτου που … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
υπομάσσω — και αττ. τ. ὑπομάττω Α 1. αλείφω κάτι από κάτω 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάσσω «ζυμώνω»] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek