Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάθαρμα

См. также в других словарях:

  • κάθαρμα — that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …   Dictionary of Greek

  • κάθαρμα — το κακοήθης, φαύλος: Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, κάθαρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθαρμ' — κάθαρμα , κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμάτεσσιν — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμάτων — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρμασι — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρμασιν — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρματα — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρματε — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρματι — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»