-
1 ἀπο-καλέω
ἀπο-καλέω (s. καλέω), 1) ab-, zurückrufen, Xen. Cyr. 1, 4, 25. 4, 5, 24; bei Seite rufen, An. 7, 3, 35. – 2) verbieten, Ar. Av. 1263, richtiger ἀποκεκλῄκαμεν, exclusimus. – 3) benennen, Plat. Theaet. 168 d; im üblen Sinne, Soph. Ai. 714; ὡς ἐν ὀνείδει μηχανοποιόν Plat. Gorg. 512 c; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 57 Hell. 2, 3, 47; ἀποκαλεῖν τινα ὄνομά τι Mem. 2, 2, 1; προδότην Pol. 17, 14.
-
2 μετα-καλέω
μετα-καλέω (s. καλέω), ab-, anderswohin rufen, ὁπόϑεν δεῦρο μετεκλήϑην, Plat. Ax. g. E.; zurückrufen, Thuc. 8, 11 u. A.; τινὰ ἀπό τινος, ihn abwendig machen von Einem, Pol. 14, 1, 3; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως, D. Sic. 16, 10, abbringen davon.
-
3 συμ-παρα-καλέω
συμ-παρα-καλέω (s. καλέω), mit zurufen, herbeirufen; ἐπὶ ξυμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 555 a; ἥρωας, Xen. Cyr. 3, 3, 21; εἴς τι, 8, 1, 38; ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις, Hell. 4, 8, 13; ermahnen, τινὶ τὰς δυνάμεις, Pol. 5, 83, 3.
-
4 ἐπι-καλέω
ἐπι-καλέω (s. καλέω), 1) herbeirufen; in tmesi, Hom. γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες, Od. 7, 189, wie Ar. Lys. 1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν; so ϑεόν, anrufen, Her. 2, 39; τινί, für Jem., 1, 199 u. Sp. Häufiger so im med., Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον Thuc. 1, 101, öfter, wie Her., z. B. ἐπεκαλέοντο αὐτοὺς ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ 4, 159; βασιλέα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα 7, 6; ἐπικαλεόμενοί σφιν βοηϑέειν 5, 80, τινὰς συμμάχους, zu Bundesgenossen, 8, 64, wie τὸν Παιᾶνα μάρτυρα, zum Zeugen anrufen, Plat. Legg. II, 664 c; öfter ϑεοὺς ἐπικαλεῖσϑαι, die Götter anrufen, Tim. 27 c; ϑεοὺς ἐπεκαλεῖτο καϑορᾶν τὰ γιγνόμενα Xen. Hell. 2, 3, 23. – Auch = vorladen, von den Ephoren, Her. 5, 39. – An Jemand appelliren, sich auf ihn berufen, τοὺς δημάρχους Plut. Marcell. 2, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Tib. Gr. 16. – 2) zurufen, bes. benennen, mit einem Beinamen versehen, ἐπεκλήϑησαν Κεκροπίδαι Her. 8, 44; Σαϊτικὸς ἐπικαλούμενος νομός Plat. Tim. 21 b; ὄνομα ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Legg. III, 700 b; Xen. u. A. – Dah. τί τινι, Einem Etwas vorwerfen, Ar. Pax 663; οὐκ ἐπικαλῶ ἑκόντα ἀποκτεῖναι Antiph. 3 α 1; im pass., ibd. β 5; ἐπικαλέσαντες τοῦ πολέμου σφίσιν αἰτίους εἶναι Thuc. 2, 27; τὴν ἀπόστασιν ὅτι ἐποιήσαντο 3, 36; ὅσα ἂν ἕτερος ἑτέρῳ ἐπικαλῇ Plat. Legg. VI, 761 e; öfter bei den Rednern; – τὰ ἐπικαλούμενα, die Vorwürfe, Isocr. 11, 44; τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, die Schätze, wegen deren Einer angeklagt wird, Her. 2, 118.
-
5 ἀποκαλέω
-
6 μετακαλέω
μετα-καλέω, ab-, anderswohin rufen; zurückrufen; τινὰ ἀπό τινος, ihn abwendig machen von einem; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως, abbringen davon
См. также в других словарях:
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek