Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-θήκη

  • 1 αποθηκη

        ἥ склад, хранилище
        

    (τοῖς σκεύεσι Thuc.; τῆς πολυπραγμοσύνης Plut.; βιβλίων Luc.)

        ἀ. σωμάτων Luc. — место погребения;
        ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα Her.обеспечить себе убежище у кого-л.

    Древнегреческо-русский словарь > αποθηκη

  • 2 βγάζω

    (αόρ. εβγαλα) μετ.
    1) вынимать, вытаскивать; вычерпывать (воду); извлекать (тж. перен.);

    βγάζω τό σπαθί από τη θήκη του — вынимать шпагу из ножен;

    βγάζω τό δόντι — удалять зуб;

    βγάζω εξω — а) выносить, вытаскивать, выводить (откуда-л.); — б) выгонять, прогонять, выставлять за дверь;

    βγάζω όφελος από κάτι — извлекать пользу из чего-л.;

    2) снимать, удалять;

    βγάζω τα ρούχα (τα παπούτσια) μου — снимать одежду (обувь);

    βγάζω την κρέμα — снимать, удалять сливки;

    βγάζω τα λέπια από το ψάρι — чистить рыбу;

    βγάζω τό καράβι από την ξέρα — снимать судно с мели;

    3) удалять, выводить; стирать;

    βγάζω τό λεκέ — выводить пятно;

    4) выжимать, выдавливать;

    βγάζω λάδι

    выжимать масло;

    βγάζω τό ζουμί από το λεμόνι — выжимать сок из лимона;

    5) копировать, делать, снимать копию;

    βγάζω αντίτυπο — отпечатать копию;

    βγάζω αντίγραφο — снимать копию;

    βγάζω κάποιον φωτογραφία — снимать, фотографировать кого-л.;

    6) увольнять; отстранять, освобождать; исключать;

    βγάζω από τη θέση — снять с работы;

    βγάζω από το προεδρείο (Πολιτικό Γραφείο) — выводить из состава президиума (политбюро);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάζω

См. также в других словарях:

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • σκυτόνημα — το, Ν βοτ. γένος κυανοφυκών τής τάξης hormogonales, τού οποίου τα φύκη σχηματίζουν πολυκυτταρικά νήματα μονοκυτταρικού πάχους περιβαλλόμενα από θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. skytonemeae < σκῦτος «δέρμα» + νῆμα] …   Dictionary of Greek

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… …   Dictionary of Greek

  • φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»