-
1 ἀπο-θραύω
ἀπο-θραύω (s. ϑραύω), abbrechen, zermalmen, ἀποϑραύει Aesch. Pers. 402; τῆς εὐκλείας ἀποϑραυσϑῆναι, seinen guten Ruf verlieren, Ar. Nubb. 984; Arist. probl. 38, 8; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων Dion. Hal. 4, 56.
-
2 ἐν-απο-θραύω
ἐν-απο-θραύω (s. ϑραύω), zerbrechen in, τραύμασι Plut. Crass. 25.
-
3 θραύω
Grammatical information: v.Meaning: `break in pieces, shatter, enfeeble' (IA).Derivatives: ( ἀπό-, σύν-)θραῦσις `the breaking etc.' (Arist.), acc. to H. also = σφῦρα, ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, from which MoGr. dial. (Chios, Ikaros) θράψα (Kukules Άρχ. 27, 61ff.); θραῦμα (A. usw.), also θραῦσμα (Agatharch., Arist.) `fragment, crushing, wound'; θραυσμός `the breaking' (LXX), θραυστήριος `appropriate for breaking' (Aët.); θραυστός `breakable, broken' (Ti. Lokr., Thphr.); θραῦλον κόλουρον (wrong v. Blumenthal Hesychst. 38), θραῦρον τραγανόν, θραυόμενον H. (s. Schwyzer 282).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The α-vocalism is unexplained. Bechtel Lex. s. connects θρυλίζω, *θρυλίσσω ( θρυλίχθη, θρυλίξαι) etc, s. ib. Cf. θρύπτω.Page in Frisk: 1,680-681Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θραύω
-
4 ἀποθραύω
A break off,νεὼς κόρυμβα A.Pers. 410
;τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56
: metaph.,τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.Mis. 356b
;τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.Pr.51
:—[voice] Pass., to be broken off, Arist.Pr. 967b5, Arr.Tact.2.4: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.Nu. 997.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθραύω
-
5 ἀποθραύω
ἀπο-θραύω, abbrechen, zermalmen -
6 αποθραυω
разбивать, разламывать(Φινίσσης νεὼς κόρυμβα Aesch.; ὀστέον ἀποθραυσθέν Plut.)
τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. — потерять доброе имя -
7 ἐναποθραύω
-
8 θρίσαι
Grammatical information: v.Meaning: `cut off' (Archil., E., Dsc.), also συνέθρισε συνέτεμε, λεπτὰ ἐποίησεν. ἀπὸ τοῦ θρίσαι, ὅ ἐστι τεμεῖν H.; also ἀπο-θρίξαι, - ασθαι (v. l. E. Or. 128, Ael.), after θρίξ(?)Other forms: Aor. ἔθρισεν δόμον (A. Ag. 536), mostly derived from ἀπο-θερίσαιOrigin: IE [Indo-European]Etymology: Mostly understood as syncopated form of ἀπο-θερίσαι (LXX, Ael.; to θερίζω `mow (down)', s.v. θέρομαι), which is supposed to be a metrical licence. (Hardly after θραύω, θρύπτω (cf. Grošelj Živa Ant. 4, 175f.). Cf. on θρίψ.Page in Frisk: 1,685Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρίσαι
-
9 θρύπτω
θρύπτω, [tense] aor. 1 ἔθρυψα ([etym.] ἐν-) Hp.Mul.1.75:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.Aθρυφθήσομαι Arr.An.4.19.2
;θρύψομαι Ar.
(v. infr. 11.2c), Luc.Symp. 4: [tense] aor. 1 , ([etym.] ὑπ-) dub. in AP5.293.15 (Agath.): [tense] aor. 2 ἐτρύφην [pron. full] [ῠ] ([etym.] δι-) Il.3.363,ἐθρύβην Dsc.5.123
: [tense] pf.τέθρυμμαι Hp.Vict.2.48
: (akin to θραύω):—break in pieces, break small, Pl.Cra. 426e, A.Ag. 1595; Νεῖλος βώλακα θ. Theoc.17.80:—[voice] Pass., to be broken small, , cf. AP12.61; χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Arr.l.c.; of dried leguminous seeds, split, Thphr.HP8.11.3, cf. Sens.51; of air, to be dispersed, Arist.de An.l.c., Theo Sm.p.50 H.: the literal sense is more common in compds. ἀπο-, διαθρύπτω, etc.II metaph. in moral sense, enfeeble, esp. by debauchery and luxury,θ. τὰν ψυχάν Ti.Locr.103b
; corrupt, [ τινα] Pl.Lg. 778a, Phld.Mus.p.79K.;θ. τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Jul.Or.1.10c
; [οἱ κόλακες] ἀποκναίουσι τῶν κολακευομένων τὰ ὦτα θρύπτοντες Ph.1.453
; θ. ἑαυτόν,= θρύπτεσθαι (v. infr.), Ael.Ep.9.2 more freq. in [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., to be enervated, unmanned,μαλακίᾳ θρύπτεσθαι X.Smp.8.8
;ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος Luc.Charid.4
; θρύπτεται ἡ ὄψις is enfeebled, Plu.2.936f; οἱ τεθρυμμένοι τὰς ὄψεις weak-sighted people, A.D.Synt.199.5.b wanton, riot, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο f.l. in [S.]Fr.1127.9, cf. Luc.Pisc.31, Anach.29; display moral weakness, POxy.471.80 (ii A.D.); ἡδοναῖς ἀνάνδροις θ. Plu.2.751b;ἐπὶ τῷ κάλλει Phld.Hom.p.55
O.; ὄμμα θρυπτόμενον a languishing eye, AP5.286.8 (Agath.).c to be coy and prudish, bridle up, esp. when asked a favour, ;ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358
; ἁβρὰ καὶ θ. Charito 5.3;ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν Pl.Phdr. 228c
, cf. 236c, X.Smp.8.4; or when one pretends to decline an offer, Plu.Mar.14, Ant.12; θρύπτεσθαι πρός τινα give oneself airs to ward him, Id.Flam. 18, Luc.DMeretr.12.1.d grow conceited, τινι in or of a thing, AP 7.218.2 (Antip. Sid.);ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael.VH1.19
, etc.; brag, Hld. 2.10.
См. также в других словарях:
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
υποθραύω — ΜΑ [θραύω] μσν. θραύω, σπάζω κάτι από κάτω ή τό σπάζω λίγο αρχ. 1. θραύω μερικώς·2. παθ. ὑποθραύομαι μτφ. καταβάλλομαι κάπως («ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος», ΠΔ) … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
θραυστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής. Οι… … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
κυματοθραύστης — ο τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από μπετόν οι οποίοι τοποθετούνται είτε μπροστά στον λιμενοβραχίονα είτε παράλληλα προς την ακτή, προκειμένου να προφυλάσσεται το λιμάνι ή ο όρμος από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek