-
1 ἀπο-δαίω
ἀπο-δαίω (s. δαίω), 1) abtheilen, Jemdm etwas von einer Sache zutheilen, Iliad. 17, 231 ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι, 22, 118 ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσϑαι, 24, 595 σοὶ δ' αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ' ἀποδάσσομαι; ἶσον ἀποδάσσασϑαι Pind. N. 10, 86 u. sp. D., wie Opp. H. 4, 483; ἑᾶς ἀπεδάσσαο τιμᾶς Theocr. 17, 50, Schol. ἀπεμερίσω, zutheilen. – 2) abtheilen, einen Theil absondern, ἀποδασάμενος μόριον τῆς στρατιᾶς Her. 2, 103.
-
2 ἀποδαίω
-
3 ἀποδαίομαι
ἀπο - δαίομαι ( δαίω), fut. inf. ἀποδάσσεσθαι, aor. ἀποδάσσασθαι: give a share of, share with; τινί τι, and τινί τινος, Il. 17.231, Χ 11, Il. 24.595.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδαίομαι
-
4 ΜΑΩ
ΜΑΩ, antasten, körperlich u. geistig: – al praes. μῶμαι, begehren, suchen, τάδε γε μώμενος, so Etwas unternehmend, Soph. O. C. 840, nach Brunck's Verbesserung, wie Trach. 1136; μωμένα, Aesch. Ch. 40, 434; inf. auch in μῶσϑαι zsgzgn, Theogn. 769; vgl. Plat. Crat. 406 a τὰς Μούσας ἀπὸ τοῠ μῶσϑαι τὸ ὄνομα τοῠτο ἐπωνόμασαν, vom Nachsinnen (vgl. μήδομαι); imper. μώεο, Epicharm. bei Xen. Mem. 2, 1, 20, als lautete das Präsens μώομαι; μώμεϑα erkl. Hesych. ζητοῦμεν. – b) fut. μάσομαι, aor. ἐμασάμην (zum praes. μαίομαι, – vgl. δαίω – δάσασϑαι), betasten, berühren, suchen, nur in compp., denn auch Od. 11, 591, τῶν ὁπότ' ἰϑύσει' ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασϑαι, ist als tmesis für ἐπιμάσασϑαι zu betrachten. Das fut. μήσομαι u. den aor. ἐμησάμην s. unter μήδομαι. – c) perf. mit Präsensbedeutung μέμαα, μεμαώς, μεμαῶτος u. s. w. mit den synkopirten Formen μέμαμεν, μέματε, μέμασαν, imperat. μεμάτω, Il. 4, 304. 20, 355. Von dem Participium, das gewöhnlich in den viersylbigen Casus sein ω behält, findet sich auch der dual. μεμᾱότε, Il. 13, 197, u. μεμᾱότες, 2, 818, was Ap. Rh. 2, 1200 nachahmt, κῶας ἄγειν κριοῖο μεμᾶότας, auch μεμᾱώς steht Il. 16, 754. – Die Form μέμαε bei Theocr. 25, 64 ist zweifelhaft für μέμονε. Uebrigens vgl. μέμονα, zu dem es Einige als synkopirte Form ziehen, u. μαιμάω; – wonach trachten, heftig verlangen, begehren; absol., πῆ μέματον; wo strebt ihr hin, wo wollt ihr Beide so eifrig hin, Il. 8, 413. 14, 298, πρόσσω μεμαυῖαι, vorwärts strebend, eilend, 11, 615, μεμαότες ἐγχείῃσι, mit dem Speere vorwärts eilend, anstürmend, 2, 818; ἐπί τινι, gegen Einen, 21, 174. 22, 326; bes. im partic., Il. 4, 40. 5, 135; ἦρχε – ἀντικρὺ μεμαώς, gerade entgegenstrebend, 13, 137; – gewöhnlich c. inf., μέμασαν δ' ὑσμῖνι μάχεσϑαι, 2, 863; auch mit näherer Bezeichnung, ἐν δ' ἄρα ϑυμῷ ἀμφότεροι μέμασαν πολεμίζειν, sie verlangten in ihrem Herzen, 7, 3. 13, 337; ἀμφελίξασϑαι μεμαῶτες, Pind. N. 1, 43. – Auch c. gen., ἀλκῆς μεμαώς, der an die Abwehr denkt, nach der Schlacht begierig ist, Il. 5, 732. 17, 181, vgl. ἀλκῆς δ' οὔ μ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα, 20, 256; so auch ἔριδος, 5, 752; vgl. δόρποιο μεμαότες Qu. Sm. 5, 334; – μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι, wir denken, haben im Sinne, uns so zu zeigen, Il. 9, 641, vgl. 10, 208. 236. 433.
-
5 αἶσα
αἶσα, ἡ, der Antheil, das Schicksal; entstand. aus ΔΑΙΤΣΑ, von δαίω theilen, vgl. γαῖα αἶα; also eigentl. Nebenform der 1. Decl. von δαίς (ΔΑΊΤΣ); Buttmänn Lexil. 2, 113 stellt als Grundbedeutung »Schickfalsspruch« auf, indem er αἶσα von αἶνος, αἴνω ableitet, wie latum von fari; vgl. μοῖρα μόρος μέρος μείρομαι εἱμαρμένη; wie μοῖρα ist αἶσα der Antheil, welcher nach gerechter Bestimmung Jedem zukommt; aus dieser Grundbedeutung entwickelt sich in allmäligem Uebergange der Begriff »Schicksal«. – Hom. Iliad. 18, 326 φῆν δέ οἱ εἰς Ὀπόεντα περικλυτὸν υἱὸν ἀπάξειν Ἴλιον ἐκπέρσαντα, λαχόντα τε ληίδος αἶσαν; Od. 5, 40 λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν; – Iliad. 15, 187 ff behauptet Poseidon, er habe den gleichen Antheil an der Herrschaft wie Zeus und nennt sich in Bezug darauf 209 ἰσόμορον καὶ ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ; vom Schicksal ist dabei nicht die Rede; Il. 22, 477 ἰῂ ἄρα γιγνόμεϑ' αἴσῃ ἀμφότεροι, zu gleichem Lebensloose; 1, 418 τῷ σε κακῇ αἴσῃ τέκον; – Od. 19, 84 ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα, noch darf man hoffen; Il. 9, 378 τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ, wie es dem Tode zukommt, d. h. gleich dem Tode, s. Scholl. Aristonic.; 24, 428 ἐν ϑανάτοιο αἴσῃ = im Tode; 16, 441 ἄνδρα ϑνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ scil. ϑανάτοιο, zum Tode bestimmt; – 3, 59 ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, nach Gebühr; 10, 445 κατ' αἶσαν έειπον; – Od. 14, 359 ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι, noch ist mir beschieden zu leben; 5, 113 οὐ γάρ οἱ τῇδ' αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλὲσϑαι; – Od. 8, 511 αἶσα γὰρ ἦν ἀπολὲσϑαι, ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον; – Il. 6, 487 οὐ γάρ τίς μ' ὑπὲρ αἶσαν ἀνὴρ Ἄιδι προϊάψει; 16, 780 τότε δή ῥ' ὑπὲρ αἶσαν Ἀχαιοὶ φέρτεροι ἦσαν, sie siegten, was ihnen nach Zeus Beschluß nicht zukam; – Il. 9, 608 φρονέω δὲ τετιμῆσϑαι Διὸς αἴσῃ; Od. 9, 52 τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν αἰνομόροισιν; 11, 61 ἆσὲ με δαίμονος αἶσα κακή; – Il. 20, 127 τὰ πείσεται ἅσσα οἱ αὶσα γιγνομένῳ ἐπὲνησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ; Od. 7, 197 πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ κλῶϑὲς τε βαρεῖαι γιγνομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ. Also die personisicirte αἶσα »spricht« dem Menschen nicht sein Schicksal, wie Buttmann will, sie spinnt es. Aesch. Ch. 637; Pind. Ol. 9, 45; Ap. Rh. 4, 1254; H. h. Cer. 301; ϑεῶν Pind. frg. 4; Ap. Rh. 4, 1468; αἶσα πεπρωμένη, das vorher bestimmte, Aesch. Prom. 104; ϑανατηφόρος Ch. 363, δούλιος 75; κακή Soph. Tr. 111; ἄπλατος, der Wahnsinn, Ai. 249; Todesgeschick Theogn. 903; ἠὼς γάρ τ' ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν Hes. O. 576; ὁμοίην αἶσαν ἐχει h. Cer. 482; παρ' αἶσαν, wider Gebühr, Pind. P. 8, 13; Aesch. Suppl. 74; Ap. Rh. 3, 613; τεὰν κατ' αἶσαν Pind. N. 3, 10.
См. также в других словарях:
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] … Dictionary of Greek
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek
λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… … Dictionary of Greek
δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… … Dictionary of Greek
δαιτρόν — δαιτρόν, το (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαιτρός* από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) τρον ή, κατ άλλους, απευθείας < δαιτρός] … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… … Dictionary of Greek
περιδαίω — Α 1. καίω, πυρπολώ 2. παθ. περιδαίομαι καίγομαι ολόγυρα 3. είμαι πάρα πολύ θερμός 4. μτφ. φλέγομαι από έρωτα για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαίω (Ι) «καίω»] … Dictionary of Greek