-
1 ἀποχειρόβιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχειρόβιος
-
2 αποχειροβίων
-
3 ἀποχειροβίων
-
4 αποχειρόβιοι
-
5 ἀποχειρόβιοι
-
6 ἀποχειροβίοτος
Grammatical information: adj.Meaning: `living from his hands' \< `who gets his livelyhood from his hands' (Hdt.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,126Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀποχειροβίοτος
См. также в других словарях:
αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής … Dictionary of Greek
ἀποχειροβίων — ἀποχειρόβιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειρόβιοι — ἀποχειρόβιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek