-
1 αποχειροβίοτος
-
2 ἀποχειροβίοτος
-
3 ἀποχειροβίοτος
Grammatical information: adj.Meaning: `living from his hands' \< `who gets his livelyhood from his hands' (Hdt.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,126Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀποχειροβίοτος
-
4 ἀποχειροβίοτος
A living by the work of one's hands, Hdt.3.42,X.Cyr.8.3.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχειροβίοτος
См. также в других словарях:
αποχειροβίοτος — η, ο αυτός που ζει από τη δουλειά των χεριών του, ο βιοπαλαιστής: Σ όλη του τη ζωή είχε μείνει εργάτης αποχειροβίοτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποχειροβίοτος — ἀποχειροβίωτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)