-
1 αποφάσα
-
2 ἀποφᾶσα
-
3 κατάφημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφημι
См. также в других словарях:
ἀποφᾶσα — ἀπόφημι speak out pres part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)