-
1 ἀποτορεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτορεύω
-
2 αποτορευθέν
-
3 ἀποτορευθέν
-
4 αποτορεύειν
-
5 ἀποτορεύειν
-
6 αποτορεύοντες
-
7 ἀποτορεύοντες
-
8 αποτορεύσασαι
-
9 ἀποτορεύσασαι
См. также в других словарях:
ἀποτορευθέν — ἀποτορεύω aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορεύειν — ἀποτορεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορεύοντες — ἀποτορεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτορεύσασαι — ἀποτορεύσᾱσαι , ἀποτορεύω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)