-
1 αποτορεύσασαι
-
2 ἀποτορεύσασαι
См. также в других словарях:
ἀποτορεύσασαι — ἀποτορεύσᾱσαι , ἀποτορεύω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποτορεύσασαι
2 ἀποτορεύσασαι
ἀποτορεύσασαι — ἀποτορεύσᾱσαι , ἀποτορεύω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)