-
1 αποτομά
-
2 ἀποτομᾷ
-
3 απότομα
-
4 ἀπότομα
-
5 απότομα
1) acquérir2) brusquement -
6 απότομα
nagle przysł. -
7 απότομα
náhle -
8 απότομα
abruptlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απότομα
-
9 acquérir
απότομα -
10 brusquement
απότομα -
11 рвануть
-ну, -ншь ρ.σ.1. τραβώ δυνατά απότομα•он -ул меня за рукав αυτός με τράβηξε απότομα από το μανίκι.
2. ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. || (για άνεμο, ρεύμα) • φυσώ δυνατά, ορμητικά. || σκάζω, κάνω έκρηξη.3. (απλ.)• αναχωρώ, φεύγω• πηγαίνω•завтра мы -м в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα.
4. (απλ.) παίρνω, βουτώ• παίρνω παράνομα•рвануть изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρημάτων.
ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ. -
12 рвануть
рвану́||тьсов1. (резко дернуть) τραβώ ἀπότομα·2. (резко тронуться, устремиться) ξεκινώ ἀπότομα:ветер \рванутьл φύσηξε ἀπότομος ἄνεμος· лошади \рванутьли τά ἄλογα ξεκίνησαν ἀπότομα. -
13 дёргать
ρ.δ.1. τραβώ κουνώντας•он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.
2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.
|| κινώ απότομα μέλος του σώματος•дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.
3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•дёргать зуб βγάζω το δόντι•
дёргать лн βγάζω το λινάρι.
5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.εκφρ.носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.
-
14 грубить
-
15 круто
кру́тонареч1. (обрывисто) ἀπότομα, ἀποτόμως·2. (резко, внезапно) ξαφνικά, αἰφνιδίως·3. (строго) αὐστηρά [-ῶς], ἀπότομα, ἀποτόμως:\круто обойтись с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον. -
16 snap
[snæp] 1. past tense, past participle - snapped; verb1) ((with at) to make a biting movement, to try to grasp with the teeth: The dog snapped at his ankles.) κάνω να δαγκώσω,αρπάζω2) (to break with a sudden sharp noise: He snapped the stick in half; The handle of the cup snapped off.) σπάω απότομα3) (to (cause to) make a sudden sharp noise, in moving etc: The lid snapped shut.) κλείνω απότομα με κρότο,κάνω κρακ4) (to speak in a sharp especially angry way: `Mind your own business!' he snapped.) λέω κοφτά5) (to take a photograph of: He snapped the children playing in the garden.) παίρνω φωτογραφία2. noun1) ((the noise of) an act of snapping: There was a loud snap as his pencil broke.) ξερός κρότος,κρακ2) (a photograph; a snapshot: He wanted to show us his holiday snaps.) φωτογραφία,στιγμιότυπο3) (a kind of simple card game: They were playing snap.) παιδικό παιχνίδι τράπουλας3. adjective(done, made etc quickly: a snap decision.) αστραπιαίος,της στιγμής- snappy- snappily
- snappiness
- snapshot
- snap one's fingers
- snap up -
17 дёрнуть
ρ.σ.1. βλ. дргать.(απλ.) περνώ, κινώ απότομα.2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•-ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.
4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.εκφρ.чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.βλ. дргаться. -
18 захлопнуть
ρ.σ.μ. κλείνω απότομα ή με δύναμη, με κρότο•птицу -ла западня το πουλί το ‘πιάσε η παγίδα•
он -ул дверь αυτός έκλεισε την πόρτα με δύναμη.
κλείνομαι απότομα, με δύναμη, με κρότο. -
19 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
20 оборвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обо-рванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αποσπώ, κόβω•оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•
оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.
|| δρέπω, μαζεύω.2. κόβω (διαχωρίζω)•оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•
оборвать рмни κόβω τα λουριά.
3. διακόπτω απότομα, σταματώ•оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•
оборвать разговор κόβω την κουβέντα•
оборвать пьянство κόβω το πιοτί.
4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.εκφρ.уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).1. κόβομαι, κόπτομαι•нитка -лась η κλωστή κόπηκε.
2. ξεκόβομαι, πέφτω.3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•
голос его -лся η φωνή του κόπηκε.
|| αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.εκφρ.сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).
См. также в других словарях:
ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek