-
1 αποτίσομαι
ἀποτί̱σομαι, ἀποτίνωrepay: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποτί̱σομαι, ἀποτίνωrepay: fut ind mid 1st sg -
2 ἀποτίσομαι
ἀποτί̱σομαι, ἀποτίνωrepay: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποτί̱σομαι, ἀποτίνωrepay: fut ind mid 1st sg -
3 ἀποτίνω
ἀπο-τίνω, fut. ἀποτίσεις, inf. - σέμεν, aor. ἀπέτῖσε, -αν, mid. fut. ἀποτίσομαι, aor. ἀπετίσατο, subj. ἀποτίσεαι: I. act., pay back, pay for, atone for; τῖμὴν Ἀργείοις ἀποτῖνέμεν, Il. 3.286; εὐεργεσίᾶς ἀποτίνειν, Od. 22.235; τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτίσομεν, ‘will make good,’ Il. 1.128.—II. mid. (Od.), exact payment (see under ἀποτίνυμαι) or satisfaction, avenge oneself upon, punish (τί or τινά); κείνων γε βιᾶς ἀποτίσεαι ἐλθών, Od. 11.118; ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, ‘for’ them, Od. 24.312.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτίνω
См. также в других словарях:
ἀποτίσομαι — ἀποτί̱σομαι , ἀποτίνω repay aor subj mid 1st sg (epic) ἀποτί̱σομαι , ἀποτίνω repay fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)