-
1 γηρασέμεν
γηράσκωgrow old: fut inf act (epic)γηρᾱσέμεν, γηράωgrow old: fut inf act (attic epic)γηρᾱσέμεν, γηράωgrow old: fut inf act (epic doric aeolic) -
2 дорожка
дорожкаж1. τό δρομάκι, τό μονοπάτι, ὁ δρομίσκος:беговая \дорожка спорт. ὁ διάδρομος· взлетная \дорожка ἀβ. ὁ διάδρομος ἀπογείωσης·2. (коврик) ὁ διάδρομος, τό στενόμακρον χαλί / τό χαλί τής σκάλας (на лестнице)! μικρό τραπεζομάντηλο, σεμέν ντέ τάμπλ (на стол). -
3 αποτισέμεν
-
4 ἀποτισέμεν
-
5 βρισέμεν
βρῑσέμεν, βρίθωto be heavy: fut inf act (epic)βρίζωto be sleepy: fut inf act (epic) -
6 λασέμεν
λάζωfut inf act (epic)λᾱσέμεν, λανθάνωescape notice: fut inf act (epic doric) -
7 ἀποτίνω
ἀπο-τίνω, fut. ἀποτίσεις, inf. - σέμεν, aor. ἀπέτῖσε, -αν, mid. fut. ἀποτίσομαι, aor. ἀπετίσατο, subj. ἀποτίσεαι: I. act., pay back, pay for, atone for; τῖμὴν Ἀργείοις ἀποτῖνέμεν, Il. 3.286; εὐεργεσίᾶς ἀποτίνειν, Od. 22.235; τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτίσομεν, ‘will make good,’ Il. 1.128.—II. mid. (Od.), exact payment (see under ἀποτίνυμαι) or satisfaction, avenge oneself upon, punish (τί or τινά); κείνων γε βιᾶς ἀποτίσεαι ἐλθών, Od. 11.118; ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, ‘for’ them, Od. 24.312.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτίνω
-
8 χραισμέω
χραισμέω ( χρήσιμος), aor. 2 ἔχραισμε, χραῖσμε, subj. χραίσμῃ(σι), - ωσι, inf. - εῖν, fut. χραισμήσω, inf. - σέμεν, aor. 1 χραίσμησε, inf. - ῆσαι: be useful to one in something ( τινί τι), Il. 7.144; hence avail, help, ward off something, abs., and w. acc. (τὶ), Il. 1.566, 589. Always with negative.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χραισμέω
См. также в других словарях:
σεμέν-ντε-φερ — το, Ν άκλ. είδος παιχνιδιού τής τράπουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin de fer «σιδηρόδρομος»] … Dictionary of Greek
γηρασέμεν — γηράσκω grow old fut inf act (epic) γηρᾱσέμεν , γηράω grow old fut inf act (attic epic) γηρᾱσέμεν , γηράω grow old fut inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… … Dictionary of Greek
βρισέμεν — βρῑσέμεν , βρίθω to be heavy fut inf act (epic) βρίζω to be sleepy fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασέμεν — λάζω fut inf act (epic) λᾱσέμεν , λανθάνω escape notice fut inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτισέμεν — ἀποτῑσέμεν , ἀποτίνω repay fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)