Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀποστρέφω

См. также в других словарях:

  • αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποστρέφω — turn back pres subj act 1st sg ἀποστρέφω turn back pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεστραμμένα — ἀποστρέφω turn back perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφεσθε — ἀποστρέφω turn back pres imperat mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφετε — ἀποστρέφω turn back pres imperat act 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind act 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφῃ — ἀποστρέφω turn back pres subj mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψει — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστρέφω turn back fut ind mid 2nd sg ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσι — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσιν — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»