-
1 αποστροφη
ἥ1) поворот, поворачивание(αἱ πυκναὴ ἀποστροφαί, sc. τῶν ἵππων Xen.)
2) отведение(ῥεύματος ἐπί τι Plut.)
3) предотвращение, избавление(τύχης Aesch.; κακῶν Soph.)
4) способ, средство(σωτηρίας Thuc.)
ὕδατος ἀ. Her. — способ достать воду5) прибежище, спасение(οὐκέτ΄ ἔστι ἀ. Soph.; ἑτέραν οὐκ ἔχειν ἀποστροφήν Plut.; βίου Luc.)
6) отпадение, отделение7) отвлечение(ἀπόψεις καὴ ἀποστροφαί Plut.)
8) рит. апострофа ( личное обращение) Quint.9) грам. апострофа ( опущение конечной гласной) -
2 αποστροφή
η1) отворачивание (лица и т. п.); отведение (глаз, взгляда); 2) отвращение;με αποστροφή — с отвращением, брезгливо;
3) обращение к определённым лицам (часто к отсутствующим — ораторский приём);επέρανε την αγόρευσίν του δι' ωραίας αποστροφής προς τούς δικαστάς — он закончил своё выступление эффектным обращением к судьям
-
3 αποστρέψιμο
τό1) см. αποστροφή 1; 2) увёртка
См. также в других словарях:
ἀποστροφῇ — ἀποστροφή turning back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφή — turning back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστροφή — η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω] σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες μσν. νεοελλ. αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια μσν. 1. κατεύθυνση, πορεία 2.… … Dictionary of Greek
αποστροφή — η 1. αντιπάθεια, αηδία, σιχαμάρα: Προς τον άνθρωπο αυτό αισθανόταν μεγάλη αποστροφή. 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας «στρέφει» το λόγο, απευθύνεται δηλ. προς ορισμένα πρόσωπα ή πράγματα συνήθως απόντα και σπανιότερα παρόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστροφῆι — ἀποστροφῇ , ἀποστροφή turning back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφαῖς — ἀποστροφή turning back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφαί — ἀποστροφή turning back fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφῆς — ἀποστροφή turning back fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφήν — ἀποστροφή turning back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστροφῶν — ἀποστροφή turning back fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek