-
1 Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
• Каждый сам кузнец своего счастьяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
-
2 τυχη
дор. τύχᾱ (ῠ) ἥ1) судьба, участьτὸ и τὰ τῆς τύχης Soph., Eur., Dem. — судьбы, сложившиеся обстоятельства;
ἐξ ἀναγκαίας τύχης Soph. — по роковой необходимости;τῆς τύχης εὖ μετεστώσης Her. — ввиду благоприятного оборота судьбы2) стечение обстоятельств, случайность, случайτύχῃ Soph., Thuc., ἐκ τύχης Soph., Plat., ἀπὸ τύχης Lys., Arst., διὰ τύχην Isocr., Arst., κατὰ τύχην и κατὰ τύχας Xen., Plat. — в силу стечения обстоятельств, случайно;
ἐπὴ τύχῃσι χρηστῇσι Her. — по счастливой случайности;τύχῃ ἀγαθῇ! и ἀγαθῇ τύχῃ! Xen., Plat., τυχἀγαθῇ! Arph. in crasi — в добрый час!;ἥ παροῦσα τ. Aesch., Thuc. и αἱ παροῦσαι τύχαι Xen. — создавшееся положение;ἐν τύχῃ γίγνεσθαι Thuc. — быть делом случайным, т.е. недостоверным, сомнительным3) счастливый случай, успех, счастьеτύχῃ и σὺν τύχῃ Pind., Soph. — счастливо, успешно
4) несчастный случай, несчастье, беда(ταῖς τύχαις τινὸς συναλγεῖν Aesch.)
τῆς τύχης! Xen. — какое несчастье! -
3 τύχη
η1) судьба; участь, доля;η κακή μου τύχη — моя злая судьба;
λέγω την τύχη — предсказывать судьбу, гадать;
είναι της τύχης μου να... — мне выпало на долю..., мне суждено...;
τής τύχης τα γραμμένα — предначертания судьбы, рок;
τάφερε η τύχη — волею судьбы;
ευχαριστώ την τύχη — благодарить судьбу;
αφήνω στο έλεος ( — или έρμαιο) της τύχης ( — или στην τύχη του) — бросать на произвол судьбы;
2) удача, счастье, везение;3) случай;κατά τύχη — или εκ τύχης — случайно;
κατά καλή τύχη — по счастливой случайности;
στην τύχη — наугад;
τύχη αγαθήί — счастливо!, желаю успеха!
-
4 έρμαιο(ν)
-
5 έρμαιο(ν)
-
6 αβεβαιον
-
7 αμφιβολον
τό1) сеть, невод(εὐπλεκὲς ἀ. Anth.)
2) двусмысленность(ἀμφίβολα λέγειν Arst.)
3) сомнительность, недостоверность, ненадежность(τῆς τύχης Luc.)
ἐς ἀ. τίθεσθαί τι Thuc. — считать что-л. недостоверным4) неуверенность, сомнение, колебание(ἐν ἀμφιβόλῳ εἶναι Luc.)
-
8 ανδροτυχης
-
9 ανεκφευκτος
-
10 αντιπιπτω
(fut. ἀντιπεσοῦμαι)1) наталкиваться (на препятствие)(τὰ φερόμενα ὅταν ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.)
2) служить препятствием, противиться(τινί Polyb.)
τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. — если судьба сложится неблагоприятно;τὸ ἀντιπῖπτον Arst. — препятствие;μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. — (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками -
11 αντιπνεω
1) дуть в противоположную сторону или навстречу2) складываться неблагоприятно(τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.)
3) ( о встречном ветре) насылать(πνεῦμα ταῖς ναυσίν Plut.)
ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. — так как с моря дул встречный ветер -
12 αντιστασις
- εως ἥ1) противная сторона, враждебная партия(στάσις καὴ ἀ. Plat.)
2) сопротивлениеτύχης ἀ. Plut. — превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства;
ἥ ἴση ἀ. πρός τι καί τι Arst. — равновесие между чем-л. и чем-л. -
13 ανωμαλια
ион. ἀνωμᾰλίη ἥ1) неровность(ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)
2) неравномерность(κινήσεως Arst.)
3) неравенство(κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)
4) запутанность, нескладность(τῆς κατηγορίας Aeschin.)
5) беспорядочность, расстроенность(ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)
6) непостоянство, неустойчивость(τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)
7) неодинаковость, неоднородность(φωνῆς Arst.)
8) отклонение, неправильность(περὴ τέν σελήνην Plut.)
9) грам. неправильность формы, аномалия Gell. -
14 αποκλισις
- εως ἥ1) наклон, крен(ὥσπερ ἐν σκάφει Plut.)
2) отклонение, поворот (sc. τῶν τῆς τύχης τροπῶν Plut.)3) закат, заход(τοῦ φωτός Plut.)
-
15 απονουθετεω
-
16 αποστροφη
ἥ1) поворот, поворачивание(αἱ πυκναὴ ἀποστροφαί, sc. τῶν ἵππων Xen.)
2) отведение(ῥεύματος ἐπί τι Plut.)
3) предотвращение, избавление(τύχης Aesch.; κακῶν Soph.)
4) способ, средство(σωτηρίας Thuc.)
ὕδατος ἀ. Her. — способ достать воду5) прибежище, спасение(οὐκέτ΄ ἔστι ἀ. Soph.; ἑτέραν οὐκ ἔχειν ἀποστροφήν Plut.; βίου Luc.)
6) отпадение, отделение7) отвлечение(ἀπόψεις καὴ ἀποστροφαί Plut.)
8) рит. апострофа ( личное обращение) Quint.9) грам. апострофа ( опущение конечной гласной) -
17 αποτυχης
2неудачливый -
18 αρκτηριον
-
19 αρτιζω
устраивать, подготовлять(πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.)
τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. — расположить кого-л. в чью-л. пользу -
20 αρχηγετης
дор. ἀρχᾰγέτᾱς - ου ὅ1) основатель, родоначальник(δήμου Plat.; τοῦ γένους Isocr.)
2) первопричина, творец(τύχης Eur.)
3) предводитель, вождь(Τιρυνθίων Pind.; Πλαταιέων Plut.)
См. также в других словарях:
Τύχης — Τύχη act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχης — τύχη act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχῃς — Τύχη act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχῃς — τύχη act fem dat pl (epic) τυγχάνω happen to be at aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τύχηις — τύχῃς , τύχη act fem dat pl (epic) τύχῃς , τυγχάνω happen to be at aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχηις — Τύχῃς , Τύχη act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β … Dictionary of Greek
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek
Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D … Wikipedia