-
1 αποπροέηκε
-
2 ἀποπροέηκε
-
3 αποπροεηκε
-
4 ἀποπροέηκε
ἀποπροέηκε: see ἀποπροΐημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποπροέηκε
-
5 ἀποπροΐημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπροΐημι
-
6 ἀπο-προ-ίημι
ἀπο-προ-ίημι (s. ἵημι), fortschicken, entsenden, ἀποπροέηκε Od. 14, 26; ἰὸν ἀποπ ροϊείς, abschießen, 22, 82; ξίφος, fallen lassen, 22, 327.
-
7 ἀποπροίημι
ἀπο-προ-ίημι, aor. ἀποπροέηκε: let go forth from, let fly, send away; τινὰ πόλινδε, Od. 14.26; ἶόν, Od. 22.82; ξίφος χαμᾶζε, ‘let fall,’ Od. 22.327.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποπροίημι
См. также в других словарях:
ἀποπροέηκε — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)