-
1 αποπολεμεω
-
2 ἀποπολεμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπολεμέω
-
3 ἀποπολεμέω
-
4 αποπολεμείν
ἀποπολεμέωfight off: pres inf act (attic epic doric)ἀποπολεμέωfight off: pres inf act (attic epic doric) -
5 ἀποπολεμεῖν
ἀποπολεμέωfight off: pres inf act (attic epic doric)ἀποπολεμέωfight off: pres inf act (attic epic doric)
См. также в других словарях:
ἀποπολεμεῖν — ἀποπολεμέω fight off pres inf act (attic epic doric) ἀποπολεμέω fight off pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)