-
1 ἀπο-μαγδαλιά
ἀπο-μαγδαλιά, ἡ, od. wohl richtiger ἀπομαγδαλία ( ἀπομάσσω), bei Eusth. 1857, 12 ἀπομαγδαλίς, ein Stück Brot, woran man sich bei Tische die fettigen Hände abwischte, welches dann den Hunden vorgeworfen wurde, Ar. Equ. 413 Plut. Lyc. 12; vgl. Ath. IX, 409 c Alciphr. 3, 44.
-
2 ἀπομαγδαλιά
ἀπο-μαγδαλιά od. ἀπομαγδαλία, ἀπομαγδαλίς, ein Stück Brot, woran man sich bei Tische die fettigen Hände abwischte, welches dann den Hunden vorgeworfen wurde
См. также в других словарях:
ἀπομαγδαλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… … Dictionary of Greek