-
1 απολόγημα
-
2 ἀπολόγημα
-
3 απολογημα
-
4 ἀπολόγημα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 20,12 -
5 ἀπολόγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολόγημα
-
6 ἀπολόγημα
-
7 απολογήματα
-
8 ἀπολογήματα
-
9 ἀπηγόρευμα
ἀπηγόρ-ευμα· ἀπολόγημα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπηγόρευμα
См. также в других словарях:
ἀπολόγημα — plea alleged in defence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολόγημα — το (AM ἀπολόγημα) αυτό που λέγεται για απολογία, η υπεράσπιση μσν. φωνή, ένδειξη … Dictionary of Greek
ἀπολογήματα — ἀπολόγημα plea alleged in defence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՂԵՐՍ — (ի կամ ոյ, ից.) NBH 1 0037 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. Աղաչանք, պաղատանք, մաղթանք, ողոք, զաղէտ սրտին յայտնելով, կամ զաղիս գթոյ թափելով. խեղճ թափելու խնդրուածք. ... *Ընկալեալ աղերս ʼի յիմոյս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)