-
1 απολογήματα
-
2 ἀπολογήματα
См. также в других словарях:
ἀπολογήματα — ἀπολόγημα plea alleged in defence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απολογήματα
2 ἀπολογήματα
ἀπολογήματα — ἀπολόγημα plea alleged in defence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)