Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀπολυτρωτικός

См. также в других словарях:

  • απολυτρωτικός — ή, ό αυτός που απολυτρώνει …   Dictionary of Greek

  • απολυτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απολύτρωση: Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν απολυτρωτική για τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολυτρωτικαί — ἀπολυτρωτικός for ransom fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»