-
1 αποληπτέον
-
2 ἀποληπτέον
-
3 αποληπτεον
adj. verb. к ἀπολαμβάνω См. απολαμβανω -
4 ἀποληπτέον
A one must admit, accept, κριτήριον τὴν φαντασίαν (nisi leg. -λειπτέον, cf.ἀπολείπω 1.4
) S.E.M.7.388.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποληπτέον
См. также в других словарях:
ἀποληπτέον — one must admit masc acc sg ἀποληπτέον one must admit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)