-
1 απολείπομαι
-
2 ἀπολείπομαι
-
3 προθέω
προθέω (A),A run before, Il.10.362; πολὺ προθέεσκε he was far ahead, 22.459, Od.11.515; opp. ἀπολείπομαι, Pl.Cra. 412a: c. gen., outrun, Ael.NA7.26, Jul.Caes. 315b;βέλη π. τῆς ὄψεως Plu.Crass.18
.II c. acc., outrun, outstrip, X.Cyn.3.7.------------------------------------προθέω (B), [ per.] 3pl. προθέουσιν, sts. taken as a form of προτίθημι, found once in Hom., τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι; -
4 ἀπολειπτέον
A one must stay behind, X.Oec.7.38.2 (from [voice] Act.) one must leave behind, Hld.2.17; one must desert, abandon,οὐκ ἀ. Plu.2.263f
; one must omit, pass over, Jul.Or. 3.106c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολειπτέον
См. также в других словарях:
ἀπολείπομαι — ἀπολείπω leave over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαπολείπομαι — Α μένω πίσω («ἰχθῡς... ὑπαπολείπονται ἐν ἰλύϊ βραχείᾳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀπολείπομαι «εγκαταλείπομαι, μένω πίσω»] … Dictionary of Greek
απολείπω — απόλειψα 1. λείπω από κάποιον, ελλείπω: Και στις δύσκολες μέρες του πολέμου και της Κατοχής δεν τους απόλειψε τίποτε. 2. το μέσ., απολείπομαι μένω πίσω, υστερώ από άλλον: Ο μικρότερός του γιος απολείπεται πολύ από το μεγάλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)