Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπολείπομαι

См. также в других словарях:

  • ἀπολείπομαι — ἀπολείπω leave over pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαπολείπομαι — Α μένω πίσω («ἰχθῡς... ὑπαπολείπονται ἐν ἰλύϊ βραχείᾳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀπολείπομαι «εγκαταλείπομαι, μένω πίσω»] …   Dictionary of Greek

  • απολείπω — απόλειψα 1. λείπω από κάποιον, ελλείπω: Και στις δύσκολες μέρες του πολέμου και της Κατοχής δεν τους απόλειψε τίποτε. 2. το μέσ., απολείπομαι μένω πίσω, υστερώ από άλλον: Ο μικρότερός του γιος απολείπεται πολύ από το μεγάλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»