Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποκ

См. также в других словарях:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… …   Dictionary of Greek

  • Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»