-
1 αποκτάνη
-
2 ἀποκτάνῃ
-
3 ἀποκτείνω
ἀπο-κτείνω, aor. 1 ἀπέκτεινε, usually aor. 2 ἀπέκτανε, -έκταμεν, -έκτανον, subj. ἀποκτάνῃ, inf. ἀποκτάμεν, -τάμεναι, aor. 2 mid. (with pass. signif.) ἀπέκτατο, ἀποκτάμενος: kill, slay; of slaughtering animals, Od. 12.301 ; ἀπέκτατο, was slain, Il. 15.437, Il. 17.472 ; ἀποκτάμενος, slain, Il. 4.494, Il. 13.660, Il. 23.775.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποκτείνω
См. также в других словарях:
ἀποκτάνῃ — ἀποκτείνω kill aor subj mp 2nd sg ἀποκτείνω kill aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek