Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπέκτεινε

  • 1 απέκτεινε

    ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > απέκτεινε

  • 2 ἀπέκτεινε

    ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπέκτεινε

  • 3 απέκτειν'

    ἀπέκτεινα, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 1st sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > απέκτειν'

  • 4 ἀπέκτειν'

    ἀπέκτεινα, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 1st sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπέκτειν'

  • 5 καπέκτειν'

    ἀπέκτεινα, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 1st sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg
    ἐπέκτεινε, ἐπεκτείνω
    stretch: pres imperat act 2nd sg
    ἐπέκτειναι, ἐπεκτείνω
    stretch: aor imperat mid 2nd sg
    ἐπέκτεινα, ἐπικτείνω
    kill besides: aor ind act 1st sg
    ἐπέκτεινε, ἐπικτείνω
    kill besides: aor ind act 3rd sg
    ἐπέκτεινε, ἐπικτείνω
    kill besides: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > καπέκτειν'

  • 6 κἀπέκτειν'

    ἀπέκτεινα, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 1st sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: aor ind act 3rd sg
    ἀπέκτεινε, ἀποκτείνω
    kill: imperf ind act 3rd sg
    ἐπέκτεινε, ἐπεκτείνω
    stretch: pres imperat act 2nd sg
    ἐπέκτειναι, ἐπεκτείνω
    stretch: aor imperat mid 2nd sg
    ἐπέκτεινα, ἐπικτείνω
    kill besides: aor ind act 1st sg
    ἐπέκτεινε, ἐπικτείνω
    kill besides: aor ind act 3rd sg
    ἐπέκτεινε, ἐπικτείνω
    kill besides: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > κἀπέκτειν'

  • 7 Πηλεύς

    Πηλεύς (-εύς, -έος, -έος, -έι, -εῖ, -έα.) son of Aiakos, husband of Thetis, father of Achilles. Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται sc. among those in Elysium O. 2.78
    1

    Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87

    πόλιν τάνδε (= Αἴγιναν)

    κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.33

    Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν N. 4.56

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26

    οὐδ ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν I. 6.25

    τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38 Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 1. test., Σ Ael. Aristid., 2. 168 Dind., ἐν ὕμνοις Πίνδαρος μέμνηται ὅτι τὸν Εὐρυτίωνα, τὸν τοῦ Ἴρου τοῦ Ἄκτορος παῖδα ἕνα ὄντα τῶν Ἀργοναυτῶν, συνθηρεύοντα ἄκων ἀπέκτεινε Πηλεύς fr. 48.

    Lexicon to Pindar > Πηλεύς

  • 8 ἀποκτείνω

    ἀπο-κτείνω, aor. 1 ἀπέκτεινε, usually aor. 2 ἀπέκτανε, -έκταμεν, -έκτανον, subj. ἀποκτάνῃ, inf. ἀποκτάμεν, -τάμεναι, aor. 2 mid. (with pass. signif.) ἀπέκτατο, ἀποκτάμενος: kill, slay; of slaughtering animals, Od. 12.301 ; ἀπέκτατο, was slain, Il. 15.437, Il. 17.472 ; ἀποκτάμενος, slain, Il. 4.494, Il. 13.660, Il. 23.775.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποκτείνω

См. также в других словарях:

  • ἀπέκτεινε — ἀποκτείνω kill aor ind act 3rd sg ἀποκτείνω kill imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπέκτειν' — ἀπέκτεινα , ἀποκτείνω kill aor ind act 1st sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill aor ind act 3rd sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill imperf ind act 3rd sg ἐπέκτεινε , ἐπεκτείνω stretch pres imperat act 2nd sg ἐπέκτειναι , ἐπεκτείνω stretch aor imperat mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκτειν' — ἀπέκτεινα , ἀποκτείνω kill aor ind act 1st sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill aor ind act 3rd sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Isopséphie — L isopséphie repose sur le principe selon lequel les nombres, dans certaines langues, sont exprimés par des lettres. J aime celle dont le nombre est 545 , écrit par exemple, en grec, un graffitiste amoureux de Pompéi. Sommaire 1 Étymologie du mot …   Wikipédia en Français

  • Nombre de la Bête — Papyrus 115, La flèche rouge indique ΧΙΣ (616), le nombre de la Bête Le nombre de la Bête ou chiffre de la Bête[1] est contenu dans l Apocalypse de Jean, au chapitre 13, verset 18. Ce nombre est …   Wikipédia en Français

  • ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… …   Dictionary of Greek

  • υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… …   Dictionary of Greek

  • φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»