Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀποκλίνω

См. также в других словарях:

  • αποκλίνω — αποκλίνω, απέκλινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: αποκλίνω : στην επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται και η λόγια μτχ. ενεστώτα (π.χ. αποκλίνουσα νόηση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποκλίνω — ἀποκλί̱νω , ἀποκλίνω turn off aor subj act 1st sg ἀποκλί̱νω , ἀποκλίνω turn off pres subj act 1st sg ἀποκλί̱νω , ἀποκλίνω turn off pres ind act 1st sg ἀποκλί̱νω , ἀποκλίνω turn off aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …   Dictionary of Greek

  • αποκλίνω — απόκλινα 1. γέρνω, ρέπω, παίρνω κατεύθυνση προς τα κάπου: Η μαγνητική βελόνα άρχισε να αποκλίνει προς τα δεξιά. 2. έχω προτίμηση για κάτι: Αποκλίνω υπέρ της αναβολής της εκδρομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκεκλιμένα — ἀποκλίνω turn off perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκλιμένᾱ , ἀποκλίνω turn off perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκλιμένᾱ , ἀποκλίνω turn off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλικότα — ἀποκλίνω turn off perf part act neut nom/voc/acc pl ἀποκλίνω turn off perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλιμένον — ἀποκλίνω turn off perf part mp masc acc sg ἀποκλίνω turn off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλιμένων — ἀποκλίνω turn off perf part mp fem gen pl ἀποκλίνω turn off perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλῖνον — ἀποκλίνω turn off pres part act masc voc sg ἀποκλίνω turn off pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκέκλικεν — ἀποκλίνω turn off perf ind act 3rd sg ἀποκλίνω turn off plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλικυῖα — ἀποκλίνω turn off perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»