Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀποκλαύσαντα

См. также в других словарях:

  • ἀποκλαύσαντα — ἀποκλάω break off aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκλάω break off aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»