-
1 ἀπο-κλαίω
ἀπο-κλαίω (s. κλαίω), beweinen, beklagen, τινά Aesch. Prom. 640; Plat. Phaed. 117 c; abs., Her. 2, 121, 3, ἀποκλαύσαντα, in Weinen ausbrechen; στό-νον, in lautes Klagen ausbr., Soph. Phil. 695. – Med., dasselbe, Ar. Vesp. 564; ἀποκλαύσασϑαι κακά, sein Leid beweinen, Soph. O. R. 1466; aber bei Luc. D. Syr. 6 = zu weinen aufhören.
-
2 ἀποκλαίω
ἀπο-κλαίω, beweinen, beklagen, ἀποκλαύσαντα, in Weinen ausbrechen; στό- νον, in lautes Klagen ausbrechen; zu weinen aufhören
См. также в других словарях:
ἀποκλαύσαντα — ἀποκλάω break off aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκλάω break off aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για … Dictionary of Greek