-
1 ἀπο-κλαίω
ἀπο-κλαίω (s. κλαίω), beweinen, beklagen, τινά Aesch. Prom. 640; Plat. Phaed. 117 c; abs., Her. 2, 121, 3, ἀποκλαύσαντα, in Weinen ausbrechen; στό-νον, in lautes Klagen ausbr., Soph. Phil. 695. – Med., dasselbe, Ar. Vesp. 564; ἀποκλαύσασϑαι κακά, sein Leid beweinen, Soph. O. R. 1466; aber bei Luc. D. Syr. 6 = zu weinen aufhören.
-
2 ἀποκλαίω
ἀπο-κλαίω, beweinen, beklagen, ἀποκλαύσαντα, in Weinen ausbrechen; στό- νον, in lautes Klagen ausbrechen; zu weinen aufhören
См. также в других словарях:
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
νέννος — και στον Ησύχ. και νάννας, ὁ (ΑΜ) ο αδελφός τού πατέρα ή τής μητέρας, ο θείος αρχ. ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέννος (με αναδιπλασιασμό νε και εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, πρβλ. αρχ … Dictionary of Greek
κιδνόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνθάδε». [ΕΤΥΜΟΛ. Περιέχει το ΙΕ δεικτικό μόριο *ki, που απαντά επίσης στο λατ. ci s «εφεξής» «από εδώ και πέρα», και στο ἐκεῖ. Αβέβαιη η περαιτέρω δομή του. Κατά μία άποψη το κιδ συνδέεται με το γοτθ. hit a τής φρ. und hita … Dictionary of Greek
κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν … Dictionary of Greek
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek