-
1 αποκαραδοκια
-
2 ἀποκαραδοκία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποκαραδοκία
-
3 αποκαραδοκία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποκαραδοκία
-
4 ἀποκαραδοκία
упорное или напряженное ожидание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποκαραδοκία
-
5 ἀποκαραδοκία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποκαραδοκία
-
6 603
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 603
См. также в других словарях:
αποκαραδοκία — ἀποκαραδοκία, η (AM) εναγώνια προσδοκία … Dictionary of Greek
ἀποκαραδοκία — ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc/acc dual ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίᾳ — ἀποκαρᾱδοκίαι , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc pl ἀποκαρᾱδοκίᾱͅ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίαν — ἀποκαρᾱδοκίᾱν , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)